Το κλείδωμα δακτύλων (ή εκτινασσόμενος δάκτυλος) προκαλεί κάμψη ενός δακτύλου σε μία θέση και δυσκολία στην έκτασή του. Είναι πιο συχνό στις ηλικίες 40-60 ετών, καθώς και στις γυναίκες (είναι διπλάσιες έως εξαπλάσιες απ’ όσοι οι άνδρες πάσχοντες).
Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος είναι απόρροια φλεγμονής και οιδήματος στο προστατευτικό «κάλυμμα» του τένοντα του καρπού.
Επειδή προσβάλλει τον τένοντα, το κλείδωμα δακτύλων επιστημονικά αποκαλείται στενωτική τενοντοθηκίτιδα δακτύλων ή στενωτική τενοντοελυτρίτιδα. Ποιοι κινδυνεύουν, όμως, να το παρουσιάσουν;
Στις ασθένειες που αυξάνουν τον κίνδυνο συμπεριλαμβάνονται:
- Η ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Η ουρική αρθρίτιδα (κν. ποδάγρα)
- Ο διαβήτης
- Η νεφρική ανεπάρκεια
«Στατιστικά, η πάθηση παρουσιάζεται σε περίπου 28 ανά 100.000 άτομα ετησίως», λέει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος. «Ο κίνδυνος εμφάνισής της στη διάρκεια της ζωής ανέρχεται στο 2,6% στον γενικό πληθυσμό. Αυξάνεται όμως στο 10% και παραπάνω στους διαβητικούς».
Ο ρόλος του επαγγέλματος
Το είδος της επαγγελματικής ενασχόλησης επίσης είναι παίζει ρόλο στην φθορά των τενόντων του καρπού. Για τις περισσότερες περιπτώσεις εκτινασσόμενου δακτύλου ευθύνονται τα επαγγέλματα που απαιτούν:
- Δύναμη και επανάληψη
- Δύναμη και παύση
- Δόνηση
- Μονότονες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως επιρρεπείς να εμφανίσουν κλείδωμα δακτύλων είναι όσοι ασχολούνται με:
- Κατασκευές και χειρωνακτικές εργασίες
- Επαγγέλματα που συμπεριλαμβάνουν επαναλαμβανόμενη άρση βάρους, χρήση κομπρεσέρ και ώθηση ή έλξη
- Συναρμολόγηση ή κατασκευή αντικειμένων με συγκεκριμένη στάση σώματος και επαναλαμβανόμενες κινήσεις για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα
- Εργασίες γραφείου που απαιτούν πολύωρη πληκτρολόγηση και χειρισμό του ποντικιού του υπολογιστή
Τα συμπτώματα
Το κλείδωμα δακτύλων είναι μία επώδυνη κατάσταση. Εκτός από τον πόνο, όμως, οι πάσχοντες παρουσιάζουν και λειτουργικούς περιορισμούς. Η τενοντοελυτρίτιδα μειώνει τη δύναμη, το εύρος κίνησης και την αίσθηση του προσβεβλημένου δακτύλου. Έτσι, εμποδίζει την διεκπεραίωση των χειρωνακτικών καθημερινών δραστηριοτήτων.
Μελέτες έχουν δείξει ότι το κλείδωμα δακτύλων έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των πασχόντων. Επιστήμονες από το Ισραήλ, λ.χ., αξιολογώντας ασθενείς με εκτινασσόμενο δάκτυλο διαπίστωσαν πως είχαν:
- Μειωμένη δύναμη και επιδεξιότητα
- Περιορισμένη συμμετοχή σε δραστηριότητες
- Χειρότερη αντιληπτή ποιότητα ζωής
Μάλιστα, όσο πιο σοβαρή ήταν η πάθησή τους, τόσο εντονότερα ήσαν αυτές τα προβλήματα, σύμφωνα με τους ερευνητές από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και την Ιατρική Σχολή Hadassah.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση του εκτινασσόμενου δακτύλου βασίζεται στα συμπτώματα και στην κλινική εξέταση. Εάν υπάρχει υποψία βακτηριακής λοίμωξης ο γιατρός θα ζητήσει και αιματολογικές εξετάσεις.
Οι θεραπευτικές επιλογές για την ανακούφιση των συμπτωμάτων είναι συντηρητικές και χειρουργικές. Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες, για τη διαχείριση της κατάστασης μπορεί να γίνει:
- Χρήση νάρθηκα
- Ενέσεις κορτικοστεροειδών
- Χειρουργική επέμβαση
Η απόφαση για θεραπεία λαμβάνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της πάθησης, καθώς και τις θεραπευτικές προσεγγίσεις που τυχόν έχουν προηγηθεί.
Η χειρουργική αντιμετώπιση γίνεται είτε με κλασική, ανοικτή τομή είτε διαδερμικά. Η ανοικτή επέμβαση γίνεται με μεγάλη τομή, που χρειάζεται πολλές εβδομάδες για να αποθεραπευτεί. Επιπλέον, για την πλήρη υποχώρηση του οιδήματος και της δυσκαμψίας απαιτείται χρονικό διάστημα έως 6 μηνών.
Γι’ αυτό τον λόγο, ολοένα συχνότερα επιλέγεται η διαδερμική αντιμετώπιση, που είναι ελάχιστα επεμβατική. Κατ’ αυτήν, χρησιμοποιούνται υπέρηχοι για να εντοπιστεί το σημείο του τενόντιου ελύτρου που έχει υποστεί στένωση. Ο χειρουργός κόβει το σημείο αυτό, αφήνοντας ανέπαφα τα παρακείμενα υγιή τμήματα.
Η επέμβαση γίνεται μέσω δύο τομών μήκους 2 χιλιοστών η κάθε μία, οι οποίες δεν χρειάζονται ράμματα για να κλείσουν. Ο ασθενής συνήθως αναρρώνει μέσα σε μερικές ημέρες και ανακτά σύντομα την κινητικότητα του δακτύλου του. Μετά την επέμβαση, εξ άλλου, δεν απαιτούνται φυσικοθεραπείες.