Την αντίδραση των φορέων του χώρου της Υγείας προκαλεί η διάταξη του υπουργείου Υγείας, που προβλέπει την απογευματινή λειτουργία των χειρουργείων του ΕΣΥ για ασθενείς με ιδιωτική ασφάλιση, καθώς και σε όσους έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν οι ίδιοι τα έξοδα νοσηλείας.
Σε ανακοίνωσή της, η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά δηλώνει την κάθετη αντίθεσή της στην προώθηση της ρύθμισης, με το προεδρείο της ΕΙΝΑΠ να επισημαίνει ότι «υπάρχουν και ανυπέρβλητες δυσκολίες που προκύπτουν από το εγχείρημα: Στην συντριπτική τους πλειονότητα, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ δεν διαθέτουν το απαραίτητο προσωπικό – ιατρικό και νοσηλευτικό – ούτε καν για την πρωινή τους λειτουργία».
«Πώς θα αντεπεξέλθει το ΕΣΥ στο επιπλέον δυσβάσταχτο κόστος που θα προκύψει από την παράταση βάρδιας των γιατρών, νοσηλευτών και υπολοίπων εργαζομένων; Πού θα βρεθούν τα απαραίτητα δωμάτια πρώτης θέσης που είναι υποχρεωμένα να έχουν τα νοσοκομεία, προκειμένου η ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία να καλύψει τους πελάτες της;
Πώς θα βολευτούν στα ήδη υπάρχοντα, καθώς ήδη σήμερα πολλοί ασθενείς νοσηλεύονται στα ράντζα; Ως γνωστόν, πολλά πρωινά χειρουργεία τελειώνουν το απόγευμα. Πότε θα γίνονται τα απογευματινά;», διερωτάται η ΕΙΝΑΠ.
Από την πλευρά του, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος ζητά την απόσυρση της διάταξης που προωθείται στη Βουλή, σχολιάζοντας ότι το υπουργείο Υγείας «δίνει λάθος μήνυμα στους πολίτες, όταν, με πρόσχημα τη δήθεν εξυπηρέτησή τους, τους ζητά να καταβάλουν χρήματα για να χειρουργηθούν στα Νοσοκομεία της χώρας παρακάμπτοντας λίστες, σε μία εποχή που πολλοί από αυτούς δεν έχουν χρήματα για να πάρουν το φάρμακό τους, να πληρώσουν το γιατρό τους ή τη διαγνωστική τους εξέταση».
«Οι μακρόχρονες λίστες αναμονής, η ελλιπής στελέχωση του προσωπικού, η αδυναμία πληρωμής δεδουλευμένων και εφημεριών από την πολιτεία, οι μεγάλες ελλείψεις σε αναγκαία υλικά, δεν μπορούν να εξισορροπηθούν από ρυθμίσεις που ζητούν από τον ασθενή να βάζει το χέρι στην τσέπη», σημειώνει ο Σύλλογος και προσθέτει: «Η πολιτεία, θα ήταν καλό, αντί να δίνει λάθος μηνύματα, να εστιάσει στη στήριξη της κανονικής λειτουργίας των Νοσοκομείων με κάθε τρόπο ώστε να εμπεδωθεί η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη των πολιτών σε μία δωρεάν φροντίδα υγείας που το κράτος οφείλει να παρέχει».