Τις αντίρροπες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια αναφορικά με την ισότιμη πρόσβαση των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε ποιοτική και χωρίς αποκλεισμούς εκπαίδευση, αναδεικνύει το 10ο κατά σειρά δελτίο του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας της Ε.Σ.Α.μεΑ.
Συγκεκριμένα:
- Οι μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν στην γενική και ειδική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανέρχονται σε 101.683 μαθητές, αποτελώντας το 7% του μαθητικού πληθυσμού της χώρας. O μαθητικός πληθυσμός των ΣΜΕΑΕ αποτελείται κυρίως από μαθητές με νοητική αναπηρία σε ποσοστό 35%, μαθητές με αυτισμό (31,4%) και μαθητές με πολλαπλές αναπηρίες (12,1%).
- Η πλειονότητα των μαθητών που φοιτούν στη ειδική δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιλέγουν την ειδική επαγγελματική εκπαίδευση, και σχεδόν το 50% αυτών φοιτούν σε Ειδικά Εργαστήρια Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΕΕΚ).
- Ο αριθμός των μαθητών που λαμβάνει εξειδικευμένη υποστήριξη (εκτός του εκπαιδευτικού της τάξης) περιορίζεται σημαντικά κατά το πέρασμα από την πρωτοβάθμια στη κατώτερη δευτεροβάθμια και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου εκεί το ποσοστό μαθητών που φοιτούν υποστηριζόμενοι μόνο από τους εκπαιδευτικούς της γενικής τάξης υπερβαίνει το 90%.
Η προώθηση και περιφρούρηση του δικαιώματος των παιδιών και των ατόμων με αναπηρία σε ποιοτική και ισότιμη εκπαίδευση αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για την Ε.Σ.Α.μεΑ.
Η εκπαίδευση δεν αποτελεί μόνο ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά και σημαντικό καταλύτη για την εκπλήρωση πολλών άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων, του δικαιώματος στην εργασία, σε ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, στη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Για τα άτομα με αναπηρία η εκπαίδευση έχει πρόσθετη σημασία, ασκώντας καθοριστικό αντίκτυπο στην αυτονομία και την ανεξαρτησία τους, στη δυνατότητά τους να ζήσουν μια ζωή με αξιοπρέπεια και αυτο-καθορισμό.
Τα βασικά ευρήματα, από τη μία ρίχνουν φως σε ορισμένες θετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, αναφορικά με την παρεχόμενη υποστήριξη στους μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα γενικά σχολεία, και από την άλλη, δυστυχώς επιβεβαιώνουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται, εξακολουθούν να μην εντάσσονται σε έναν ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό για την εκπαίδευση των μαθητών με αναπηρία καθώς και σε σχέση με τον απώτερο σκοπό της επαγγελματικής και κοινωνικής τους ένταξης.
Θετικά αξιολογούνται από την Ε.Σ.Α.μεΑ., η μείωση της αναλογίας των μαθητών ανά Τμήμα Ένταξης και η αύξηση των εγκρίσεων Παράλληλης Στήριξης, Σχολικού Νοσηλευτή ή Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού.
Η έλλειψη όμως ενός συγκροτημένου πλαισίου συλλογής ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων παρακολούθησης της εκπαίδευσης των μαθητών με αναπηρία, στη βάση μιας ολοκληρωμένης και αξιόπιστης μεθοδολογίας, καθιστά ανέφικτη την επιστημονική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των θεσμών υποστήριξης, οι οποίοι λειτουργούν χωρίς καμία ανατροφοδότηση βάσει των εκπαιδευτικών τους αποτελεσμάτων.
Εντούτοις, τα εμπειρικά δεδομένα που έχει στη διάθεση της η Ε.Σ.Α.μεΑ. υποδεικνύουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις, τα Τμήματα Ένταξης λειτουργούν ως ο «Καιάδας» των γενικών σχολείων, ενώ και στο πλαίσιο της Παράλληλης Στήριξης, μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός και απομόνωση του μαθητή, κυρίως λόγω της στρεβλής εφαρμογής του θεσμού κατά το πρότυπο του προσωπικού βοηθού, στρέβλωση η οποία εντείνεται όταν η Παράλληλη Στήριξη παρέχεται για λίγες μόνο ώρες και η τοποθέτηση των εκπαιδευτικών δεν γίνεται έγκαιρα.
Παράλληλα, τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Κέντρα Εκπαιδευτικής Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.), καθιστούν δυσχερή την έγκαιρη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση και στήριξη των μαθητών.
Γίνεται φανερό ότι, οι μεγάλες αδυναμίες της εκπαιδευτικής πολιτικής αναφορικά με τους μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εντοπίζονται αφενός στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, και αφετέρου στους μαθητές με σοβαρές αναπηρίες, οι οποίοι βρίσκονται περισσότεροι εκτεθειμένοι στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η πλειονότητα των μέτρων υποστήριξης που λαμβάνονται εντός των γενικών σχολείων, εξακολουθούν να περιορίζονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που όχι μόνο δεν εξασφαλίζει τη σχολική εξέλιξη των μαθητών με αναπηρία, αλλά αναχαιτίζει την πραγματική δυνατότητα κοινωνικής και επαγγελματικής τους ένταξης.
Στο επίπεδο της ειδικής υποστήριξης, ενώ διαπιστώνεται σημαντική αύξηση του προσωπικού ΕΕΠ και ΕΒΠ, αυτή δεν φαίνεται να περιλαμβάνει τους κλάδους των λογοθεραπευτών και των εργοθεραπευτών, ειδικότητες με βαρύνουσα σημασία για τους μαθητές με αναπηρία.
Αντιθέτως, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2018-19) διαπιστώνεται μείωση του εν λόγω προσωπικού.
Το τμήμα των μαθητών που αντιμετωπίζει σοβαρές αναπηρίες και φοιτά σε διαχωρισμένα πλαίσια εκπαίδευσης, εξακολουθεί να λαμβάνει εκπαίδευση κατώτερης ποιότητας.
Ωστόσο, και στην ειδική εκπαίδευση, αποδεικνύεται ότι η μεγάλη πληγή είναι η δευτεροβάθμια βαθμίδα.
Η πλειονότητα των μαθητών που φοιτούν στη ειδική δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιλέγουν την επαγγελματική εκπαίδευση, με σχεδόν το 50% αυτών να φοιτούν σε Ειδικά Εργαστήρια Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΕΕΚ).
Βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι των ΕΕΕΚ είναι η μη δυνατότητα τους να πιστοποιήσουν τα προσόντα τους, γεγονός που αναχαιτίζει την όποια πιθανότητα απορρόφησης στην αγορά εργασίας.
Πάγιο αίτημα της Ε.Σ.ΑμεΑ. ήταν και είναι, όλες οι δομές κατάρτισης που απευθύνονται στα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις, όπως, εκτός από τα Ε.Ε.Ε.Ε.Κ., είναι και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) και οι Ειδικές Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης (Σ.Ε.Κ.), να ενταχθούν ισότιμα στο νέο εθνικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, που αναπτύσσεται στα επίπεδα 3, 4 και 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, κατ’ αντιστοιχία με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο.
Παρά το ότι η Ε.Σ.Α.μεΑ. είχε υποβάλει αυτήν την πρόταση στη διαβούλευση του νομοσχεδίου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις», δεν λήφθηκε τελικά υπόψη στο τελικό σχέδιο νόμου.
Ωστόσο, καθίσταται αναγκαίος ένας συνολικός στρατηγικός σχεδιασμός για την εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία με ιδιαίτερη έμφαση στον στόχο της επαγγελματικής τους ένταξης και πολύ περισσότερο λόγω των συνθηκών που διαμορφώνονται τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην εργασία στη μετά- Covid εποχή.
Χρειάζεται λοιπόν ουσιαστική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης που παρέχουν οι δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης που απευθύνονται στα άτομα με αναπηρία, μέσω και της διασύνδεσή τους με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας σε τοπικό επίπεδο.
Παράλληλα, πρέπει να ληφθούν συνδυαστικές πρωτοβουλίες για την πρόσβαση των αποφοίτων αυτών των δομών στην αγορά εργασίας, μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης αλλά και της άρσης θεσμικών εμποδίων, όπως ο απαράδεκτος χαρακτηρισμός «ανίκανος προς κάθε βιοποριστική εργασία» που αναφέρεται στα πιστοποιητικά αναπηρίας των ΚΕΠΑ.
Σύνδεσμος για το θέμα: https://ioannisvardakastanis.gr/el/activity/esamea/1090/ereyna-megales-plhges-h-elleipsh-yposthri3hs-twn-ma8htwn-me-anaphria-sth-b-ba8mia-kai-h-epaggelmatikh-toys-ekpaideysh