Προβληματική είναι η ανάπτυξη της υγείας τα τελευταία χρόνια καθώς δεν έγινε με έναν οργανωμένο τρόπο όπως επισημαίνουν οι ειδικοί με την αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης να κρατά τα πρωτεία. Οι απευθείας πληρωμές, μαύρες ή μη που κάνουν τα νοικοκυριά μέσα από τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα.
«Η αύξηση των ιδιωτικών δαπανών θα συνεχιστεί όσο μειώνονται οι δημόσιες», εκτιμά ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λυκούργος Λιαρόπουλος, προσθέτοντας ότι «η υποκατάσταση της δημόσιας από την ιδιωτική δαπάνη αφορά μόνο ακμάζουσες οικονομίες και αυτό φυσικά δεν ισχύει στην περίπτωση της χώρας μας». Τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας για τις πληρωμές στην Υγεία (την επιστημονική ευθύνη της είχαν οι καθηγητές Κυριάκος Σουλιώτης, Γιάννης Τούντας, Λυκούργος Λιαρόπουλος) είναι αποκαλυπτικά για τα χρήματα που διακινούνται στον χώρο της δημόσιας υγείας. Ένας στους τρεις Έλληνες δίνει φακελάκι για περίθαλψη σε δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι άτυπες πληρωμές στον χώρο της δημόσιας υγείας χωρίζονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: πρώτον, τις μαύρες πληρωμές, οι οποίες γίνονται για καλύτερη φροντίδα, όπως παράκαμψη της λίστας αναμονής για χειρουργική επέμβαση και πληρωμή για ειδική φροντίδα.
Δεύτερον, τις «χαμένες» πληρωμές, οι οποίες προσφέρουν μικρό ή καθόλου όφελος για τον ασθενή.
Τρίτον, τις «γκρίζες» πληρωμές που δίνονται για καλύτερη φροντίδα, χωρίς να απαγορεύονται. Παρόμοιο καθεστώς ισχύει στην Ουγγαρία και την Πολωνία, ωστόσο σε αυτές τις χώρες οι ασθενείς έχουν φορολογικό όφελος.
Τέλος, τις πληρωμές ευγνωμοσύνης ή δώρα, που γίνονται χωρίς ο ασθενής να τύχει ιδιαίτερης περιποίησης, αλλά επειδή η νοσηλεία και το θεραπευτικό αποτέλεσμα ήταν ποιοτικά. Δυσοίωνη είναι η εκτίμηση του ειδικού για το δημόσιο σύστημα υγείας που (πρέπει να) έχει βαρύνοντα ρόλο στο συνολικό επίπεδο υγείας του πληθυσμού. «Το ΕΣΥ έχει πεθάνει και δεν ανασταίνεται με τίποτα. Η υποβάθμιση του κρατικού ΕΣΥ είναι καταθλιπτική. Δεν φταίει όμως η κρίση, αλλά το σύστημα που δεν διορθώνεται», λέει ο καθηγητής και προτείνει ριζικό ανασχεδιασμό του συστήματος υγείας, αρχής γενομένης από την καθιέρωση της Εθνικής Ασφάλισης Υγείας, με ταυτόχρονη κατάργηση των εισφορών υγείας.
«Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι ποιος πληρώνει βάσει των δυνατοτήτων της χώρας και του πολίτη. Με την Εθνική Ασφάλιση Υγείας μετατίθεται το βάρος στον Προϋπολογισμό, κάτι που είναι δικαιότερο και παράλληλα ενισχύει την Οικονομία. Η Εθνική Ασφάλιση θα καλύπτει πακέτο υπηρεσιών από δημόσιους και ιδιωτικούς παρόχους.
Έως ένα όριο εισοδήματος η φροντίδα θα είναι δωρεάν και μετά θα λειτουργεί κλιμακωτή επιβάρυνση μέσω της φορολογίας. Προϋπόθεση είναι η ηλεκτρονική διαχείριση όλων των χρεώσεων από δημόσιους και ιδιωτικούς προμηθευτές», εξηγεί ο κ. Λιαρόπουλος.
Σε ό,τι αφορά τον ανασχεδιασμό του ΕΣΥ, η πρόταση του καθηγητή είναι σαφής και στοχευμένη: «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται 140 δημόσια νοσοκομεία, αλλά Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και Επείγουσα Φροντίδα. Τα νοσοκομεία πρέπει να κάνουν μόνο προγραμματισμένες εισαγωγές από την ΠΦΥ ως τις 4 μ.μ.
Η πρώτη επαφή του πολίτη και η εισαγωγή στο δημόσιο νοσοκομείο πρέπει να γίνεται από γιατρό της ΠΦΥ που αναλαμβάνει τη συνεννόηση για εισαγωγή, την παρακολούθηση και την τήρηση του φακέλου. Για το ατύχημα ή το έμφραγμα είναι ανάγκη να δημιουργηθούν αυτόνομα Τμήματα Επειγόντων (ΤΕΠ) με κατάλληλο εξοπλισμό, εξειδικευμένο προσωπικό και συνεχή λειτουργία».
Οι ειδικοί της Υγείας θεωρούν πως ο ευάλωτος και ιδιαίτερος τομέας της υγείας επέδειξε αξιοσημείωτη προσαρμογή στα νέα δεδομένα της κρίσης, παρά τις τεράστιες απώλειες πόρων που καταγράφηκαν. Τόσο οι δημόσιες όσο και οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας μειώθηκαν δραματικά την τελευταία εξαετία σε απόλυτους αριθμούς, με το ποσοστό της μείωσης να είναι μεγαλύτερο στον δημόσιο τομέα λόγω των συρρικνωμένων προϋπολογισμών.
«Μιλάμε για απώλεια περίπου 6 δισ. ευρώ από τις δημόσιες δαπάνες υγείας και περίπου 1,5 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης σε σχέση με το 2009», λέει ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης.
Σύμφωνα με τον ειδικό, «η υποχώρηση των δημόσιων πηγών χρηματοδότησης έχει υπερβεί πλέον τις αντοχές του συστήματος Υγείας. Κατ’ αποτέλεσμα, συχνά, οι ανάγκες υγείας του πληθυσμού δεν καλύπτονται ενώ και οι συνθήκες εργασίας στις δομές υγείας είναι οριακές».
Ο κ. Σουλιώτης εκτιμά ότι στο σύστημα Υγείας σήμερα υπάρχουν μόνο χαμένοι: «Τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα υγείας καταγράφεται αύξηση των παρεχόμενων φροντίδων, με περιορισμένους όμως προϋπολογισμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μεν δημόσιες δομές να λειτουργούν με περιορισμένους πόρους υγείας, οι δε ιδιωτικές να έχουν αμφίβολη βιωσιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, χαμένοι είναι οι πολίτες, των οποίων οι ανάγκες υγείας δεν καλύπτονται επαρκώς».
Η δική του πρόταση αφορά σε παρεμβάσεις ανακατανομής των πόρων υγείας αλλά στη βάση της αξιολόγησης των παρεχόμενων φροντίδων και της έκβασης της υγείας των ασθενών κατά τα διεθνή πρότυπα. Ο καθηγητής επισημαίνει ότι ειδικά στη χώρα μας «η σχέση δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου στην Υγεία είναι στρεβλή λόγω της κυριαρχούσας, υποκριτικής κατά τη γνώμη μου, άποψης ότι δημόσιο θεωρείται μόνο ό,τι παρέχεται από δημόσιες δομές, στις οποίες κάτοχος των μέσων παραγωγής είναι το κράτος».
Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, όπως λέει, καθώς «δημόσιος και ιδιωτικός τομέας συνυπάρχουν και μεγάλο μέρος της ζήτησης για υπηρεσίες, ιδίως πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, προσφέρεται από ιδιωτικές δομές υπό δημόσια ασφαλιστική κάλυψη. Αυτή η σχέση ενώ καλύπτει τις ανάγκες υγείας χωρίς επιβάρυνση για τους πολίτες, δεν έχει αναγνωριστεί επαρκώς, καθώς στον όποιο εθνικό σχεδιασμό για την υγεία ο ιδιωτικός τομέας δεν λαμβάνεται υπόψη αλλά θεωρείται -εσφαλμένα- ότι ανταγωνίζεται το δημόσιο σύστημα υγείας».
Σύμφωνα με τον κ. Σουλιώτη, το ζητούμενο και η στόχευση των αρμοδίων πρέπει (και στην Ελλάδα) να είναι η κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση την ώρα της ανάγκης.