Ένας ασθενής είναι τόσο πιθανότερο να πεθάνει μετά από μια κοινή χειρουργική επέμβαση σε ένα νοσοκομείο, όσο πιο ανεπαρκές είναι το νοσηλευτικό προσωπικό σε σχέση με τον φόρτο εργασίας του και όσο λιγότεροι νοσηλευτές και νοσηλεύτριες στο συγκεκριμένο νοσοκομείο έχουν πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της μεγαλύτερης μέχρι σήμερα έρευνας του είδους της, που έχει γίνει στην Ευρώπη -με ελληνική συμμετοχή- και δημοσιεύτηκε στο διεθνούς κύρους ιατρικό περιοδικό «The Lancet».
Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων η επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας Μαριάννα Διομήδους του Τμήματος Νοσηλευτικής του πανεπιστημίου Αθηνών), με επικεφαλής την καθηγήτρια Λίντα Άϊκεν της Νοσηλευτικής Σχολής του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, μελέτησαν ιατρικά αρχεία, που αφορούσαν πάνω από 420.000 ασθενείς άνω των 50 ετών και 26.500 νοσηλευτές, σε 300 νοσοκομεία εννέα ευρωπαϊκών χωρών.
Όλοι οι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε κάποια συνηθισμένη χειρουργική επέμβαση.
Η μελέτη έδειξε ότι για κάθε πρόσθετο χειρουργημένο ασθενή που επιβαρύνει τον καθημερινό φόρτο εργασίας μιας νοσοκόμας, αυξάνεται 7% κατά μέσο όρο η πιθανότητα θανάτου του μέσα στον επόμενο μήνα.
Αν όμως υπάρξει μια αύξηση κατά 10% του νοσηλευτικού προσωπικού που είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών νοσηλευτικής, τότε ο κίνδυνος θανάτου μειώνεται κατά 7%.
«Τα ευρήματά μας αναδεικνύουν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς λόγω των περικοπών του νοσηλευτικού προσωπικού στο πλαίσιο των πρόσφατων μέτρων λιτότητας και, παράλληλα, δείχνουν ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση των νοσηλευτριών μπορεί να μειώσει τους θανάτους στα νοσοκομεία», δήλωσε η Άϊκεν.
Το μέσο ποσοστό θανάτου των ασθενών κατά το πρώτο μήνα μετά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο είναι χαμηλό, κυμαινόμενο από 1% έως 1,5% ανάλογα με τη χώρα. Όμως σε κάθε χώρα το ποσοστό θανάτων διαφέρει από χώρα σε χώρα, από κάτω του 1% έως πάνω από 7%.
Οι ερευνητές συσχετίζουν αυτή την «ψαλίδα» και με το επίπεδο (αριθμητικά και ποιοτικά) του νοσηλευτικού προσωπικού σε κάθε νοσοκομείο, καθώς εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις.
Αναλυτικότερα, η μέση αναλογία ασθενών ανά νοσηλευτή κυμαίνεται από 12,7 στην Ισπανία έως 5,2 στη Νορβηγία.
Από την άλλη, ενώ στη Νορβηγία και στην Ισπανία, όλο σχεδόν το νοσηλευτικό προσωπικό είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στα νοσοκομεία της Βρετανίας και της Ελβετίας τα αντίστοιχα μέσα ποσοστά είναι μόνο 28% και 10% αντίστοιχα.
Η μελέτη δείχνει ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο να μη βγουν ζωντανοί από το νοσοκομείο, έχουν οι ασθενείς που κάνουν χειρουργική επέμβαση σε νοσοκομεία που έχουν την μεγαλύτερη αναλογία ασθενών ανά νοσηλευτή (άρα ο τελευταίος είναι παραφορτωμένος) και ταυτόχρονα όπου οι νοσηλευτές δεν έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Έτσι, στα νοσοκομεία όπου οι νοσηλευτές φροντίζουν κατά μέσο όρο έξι ασθενείς και έχουν πτυχίο πανεπιστημίου σε ποσοστό τουλάχιστον 60%, ο κίνδυνος θανάτου των ασθενών είναι 30% μικρότερος σε σχέση με τα νοσοκομεία όπου κάθε νοσηλευτής φροντίζει οκτώ ασθενείς κατά μέσο όρο και όπου το νοσηλευτικό προσωπικό έχει αποφοιτήσει από νοσηλευτική πανεπιστημιακή σχολή σε ποσοστό μόνο 30%.
«Η μελέτη δείχνει ότι ένα ασφαλές από άποψη αριθμού νοσοκομειακό προσωπικό μπορεί να συμβάλει στην μείωση των θανάτων, ενώ παράλληλα καταρρίπτεται ο μύθος ότι η εμπειρία των νοσηλευτών είναι πιο σημαντική από την εκπαίδευσή τους» ανέφερε η Αμερικανίδα καθηγήτρια.