Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο ανήκει στα αυτοάνοσα νοσήματα. Χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες θρομβώσεις τόσο στις αρτηρίες όσο και στις φλέβες, που προκαλούνται από αντισώματα που στρέφονται κατά φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών.
Χαρακτηρίζεται από την παρουσία Αντιφωσφολιπιδικών Αντισωμάτων (σε δύο διαδοχικές εξετάσεις σε μεσοδιάστημα 6-8 εβδομάδων) και ένα από τα ακόλουθα:
- Θρομβώσεις
- Επαναλαμβανόμενες αποβολές
- Χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων
Το σύνδρομο αυτό συχνά συνυπάρχει με τον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο (Δευτεροπαθές Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο) αλλά μπορεί να εκδηλωθεί και σε ασθενείς που δεν πάσχουν από άλλο νόσημα (Πρωτοπαθές Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο).
Οι κλινικές εκδηλώσεις του μπορεί να είναι οι φλεβικές θρομβώσεις, οι αρτηριακές θρομβώσεις, οι αποβολές στις γυναίκες (κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης), νευρολογικές εκδηλώσεις, πνευμονικές εκδηλώσεις, καρδιακές εκδηλώσεις, μειωμένος αριθμός αιμοπεταλίων και η δικτυωτή πελίδνωση (ερυθροϊώδες εξάνθημα με τη μορφή διχτύου, κυρίως των κάτω άκρων).
Αντιμετώπιση
Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου εφαρμόζεται αντιπηκτική αγωγή σε ασθενείς με αρτηριακές ή/και φλεβικές θρομβώσεις, ενώ και σε ασθενείς με ιστορικό φλεβικών ή αρτηριακών θρομβώσεων είναι απαραίτητη η προφύλαξη με αντιπηκτικά λόγω αυξημένου κινδύνου υποτροπών. Το ακριβές θεραπευτικό σχήμα και η διάρκεια εφαρμογής του καθορίζεται από τον θεράποντα γιατρό ρευματολόγο με βάση τα κλινικά χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς. Σε εγκύους γυναίκες, που έχουν ιστορικό προηγούμενων αποβολών, έχει διαπιστωθεί ότι η αγωγή με συνδυασμό ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους υποδορίως και ασπιρίνης σε χαμηλή δόση έχει βελτιώσει σημαντικά την έκβαση της κύησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η ενδοφλέβια χορήγηση γ-σφαιρίνης. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι το θεραπευτικό σχήμα που θα εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση εγκύου γυναίκας με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο καθορίζεται από το γυναικολόγο σε συνεργασία με τον θεράποντα γιατρό ρευματολόγο.