Η βρογχοπνευμονική δυσπλασία είναι η πιο συχνή από τις επιπλοκές που εμφανίζονται στα πρόωρα νεογνά. Πρόκειται για τη χρόνια νόσο του πνεύμονα που εμφανίζεται συνήθως μετά από το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των πολύ μικρών σε βάρος νεογνών.
Αίτια
Η αιτιολογία της δεν είναι σαφής όμως ορισμένοι παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξή της.
- Προωρότης
- Αερισμός με θετική πίεση του αναπνευστήρα
- Παρατεταμένη έκθεση σε οξυγόνο
- Παρατεταμένη χρήση ενδοτραχειακών σωλήνων
- Πνευμονικό οίδημα( λόγω ανοικτού βοτάλλειου πόρου,υπερενυδάτωση,καθυστερημένη διούρηση)
- Πνευμονική διαφυγή αέρα( σε διάμεσο εμφύσημα, πνευμοθώρακας)
H κλινική εικόνα της βρογχοπνευμονικής δυσπλασίας
Τα περισσότερα από τα πρόωρα νεογνά που αναπτύσσουν βρογχοπνευμονική δυσπλασία παρουσιάζουν αρχικά σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ή πνευμονία, που οδηγεί σε αναπνευστική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε μηχανικό αερισμό για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα. Αρχικά τα νεογνά αυτά εμφανίζουν ήπια πνευμονοπάθεια που αντιμετωπίζεται με αερισμό με χαμηλές πιέσεις και χαμηλή συγκέντρωση οξυγόνου. Συχνά, ακολουθεί μια περίοδος βελτίωσης αλλά τελικά, μετά από εβδομάδες, η κλινική τους εικόνα αρχίζει να επιδεινώνεται, αυξάνονται οι απαιτήσεις σε οξυγόνο, εμφανίζονται σημεία αναπνευστικής ανεπάρκειας και τελικά αναπτύσσεται ΒΠΔ.
Μακροπρόθεσμα, τα παιδιά που ανέπτυξαν βρογχοπνευμονική δυσπλασία μπορεί να εμφανίσουν προοδευτική αναπνευστική ανεπάρκεια, υπέρταση, επεισόδια υποξαιμίας κατά τη διάρκεια του ύπνου ή της σίτισης και ευπάθεια σε λοιμώξεις.
Θεραπεία-Πρόληψη
Κάθε μητέρα που διατρέχει κίνδυνο πρόωρου τοκετού πρέπει να λάβει στεροειδή, ενώ είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος για πιθανή παρουσία χοριοαμνιονίτιδος και η αντιμετώπισή της με αντιμικροβιακούς παράγοντες. Η χορήγηση εξωγενούς επιφανειοδραστικού παράγοντα είναι επιβεβλημένη, σε κάθε νεογνό με βάρος μικρότερο από 1.500g, που διασωληνώνεται ή παρουσιάζει αναπνευστικό πρόβλημα σε λιγότερο από 2 ώρες από τη γέννησή του. Η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής πρέπει να δοθεί με τις μικρότερες δυνατές πιέσεις που απαιτούνται για επαρκή οξυγόνωση. Πρέπει να περιοριστεί η χορήγηση υγρών, να απαγορευτεί η χορήγηση κολλοειδών διαλυμάτων bolus και να ξεκινήσει νωρίς η διατροφή του νεογνού, παρεντερική και από του στόματος. Τα διουρητικά και τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά χρησιμοποιούνται θεραπευτικά, γιατί βελτιώνουν τη μηχανική των πνευμόνων.
Οι μακροχρόνιες επιπλοκές των παιδιών που στη νεογνική περίοδο παρουσίασαν ΒΠΔ, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, κυρίως όμως αφορούν στο αναπνευστικό και στο κυκλοφορικό σύστημα και πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση. Το σίγουρο είναι ότι τα παιδιά αυτά χρήζουν ειδικής παρακολούθησης, που αρχίζει από το σπίτι με την εγρήγορση του οικείου περιβάλλοντος, για αποφυγή παραγόντων κινδύνου, για παράδειγμα προφύλαξη από λοιμώξεις του αναπνευστικού, παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης κ.ά. και συνεχίζει σε οργανωμένα ιατρικά κέντρα με συστηματική παρακολούθηση, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ζωής. Η μακροχρόνια παρακολούθηση των πολύ πρόωρων νεογνών που αναπτύσσουν τη “νέα μορφή” ΒΠΔ θα επιτρέψει την αλλαγή στη στρατηγική αντιμετώπισης και θεραπείας, ώστε να μπορέσουν τα παιδιά αυτά να απολαύσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής.