Η πνευμονία είναι μόλυνση των πνευμόνων που συνοδεύεται από βήχα, πυρετό, αναπνευστική δυσχέρεια και φλέγματα. Οι περισσότερες πνευμονίες προκαλούνται από βακτηρίδια. Υπάρχουν όμως και άλλοι μικροοργανισμοί όπως ιοί, μύκητες και παράσιτα που μπορούν να προσβάλουν τους πνεύμονες και να προκαλέσουν πνευμονία.
Ένα από τα συχνότερα βακτηρίδια που προκαλούν πνευμονία είναι ο πνευμονιόκοκκος (Streptococcus Pneumonia). Ένα άλλο βακτηρίδιο που προκαλεί πνευμονία αλλά με μικρότερη συχνότητα, είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος.
Ορισμένα άλλα βακτηρίδια όπως το μυκόπλασμα, η λεγιονέλλα, τα χλαμύδια και ορισμένοι ιοί, προκαλούν πνευμονίες που δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της πνευμονίας. Για το λόγο αυτό οι μολύνσεις των πνευμόνων από τα μικρόβια αυτά αποκαλούνται άτυπες πνευμονίες. Οι άτυπες πνευμονίες προσβάλλουν συνήθως τα άτομα κάτω των 40 ετών.
Επίσης ασθενείς που είναι ήδη εισηγμένοι σε νοσοκομεία, πιθανόν να παρουσιάσουν δευτερογενείς πνευμονίες λόγω μικροβίων που έχουν πάρει από το νοσοκομείο.
Οι ασθενείς με μειωμένη άμυνα όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι καρκινοπαθείς, οι ασθενείς με AIDS ή με άλλη χρόνια πάθηση είναι περισσότερο ευάλωτοι στις δευτερογενείς νοσοκομειακές πνευμονίες. Οι πνευμονίες αυτές, είναι σοβαρότερης μορφής διότι μεταδίδονται από ανθεκτικά νοσοκομειακά μικρόβια.
Πνευμονίες μπορούν επίσης να προκληθούν από εισρόφηση υγρών στους πνεύμονες. Τα υγρά αυτά μπορεί να προέρχονται από το στόμα ή από το στομάχι. Τα υγρά αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν χημική πνευμονία.
Τα κυριότερα συμπτώματα της πνευμονίας είναι ο πυρετός, ο βήχας με φλέγματα, η δυσχέρεια αναπνοής και η κούραση.
Οι ασθενείς μπορούν επίσης να έχουν πόνο στο θώρακα, ταχύπνοια, κυάνωση και υπόταση. Στους ηλικιωμένους ασθενείς, η αλλοίωση της γενικής κατάστασης με έντονη κούραση ή ακόμη μια κατάσταση σύγχυσης μπορεί να είναι από τα πιο έντονα συμπτώματα.
Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς, στην ιατρική εξέταση και τις συμπληρωματικές εξετάσεις που περιλαμβάνουν αναλύσεις αίματος, των φλεγμάτων και ακτινογραφία του θώρακα.
Η ύπαρξη ταχύπνοιας, δηλαδή μιας γρήγορης αναπνοής, τα χείλη και τα δάκτυλα που έχουν μια κακή, χλωμή ή κυανή χρώση, είναι δείκτες σοβαρότητας της ασθένειας που δείχνουν ότι δεν υπάρχει ικανοποιητικό οξυγόνο στην κυκλοφορία του αίματος. Εάν η κατάσταση αυτή επιδεινωθεί και δεν δοθεί η κατάλληλη θεραπεία, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει ταχυκαρδία και κατάσταση νευρολογικής σύγχυσης, λόγω ανεπάρκειας καλής οξυγόνωσης του εγκεφάλου.
Η κλινική εξέταση από το γιατρό μπορεί με τη βοήθεια του στηθοσκοπίου να αναγνωρίσει το γεγονός ότι υπάρχει πνευμονία. Όμως η ακτινογραφία του θώρακα θα επιβεβαιώσει ότι υπάρχει πύκνωση στους πνεύμονες λόγω μόλυνσης με κάποιο μικρόβιο.
Οι αναλύσεις του αίματος πιθανόν να δείξουν αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος. Επίσης σε περιπτώσεις βακτηριδιακών μολύνσεων είναι αυξημένα και τα ουδετερόφιλα. Τα ουδετερόφιλα είναι η ομάδα των λευκών αιμοσφαιρίων που καταπολεμούν τις βακτηριδιακές μολύνσεις.
Άλλες αναλύσεις μπορούν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη φλεγμονής και μόλυνσης. Οι καλλιέργειες του αίματος, μπορούν να δείξουν ότι ένα παθολογικό μικρόβιο έχει περάσει και έχει μολύνει και το αίμα προκαλώντας σηψαιμία. Οι καλλιέργειες πτυέλων, είναι επίσης δυνατόν να βοηθήσουν στην αναγνώριση του παθολογικού οργανισμού που προκάλεσε την πνευμονία.
Συνολικά το ιστορικό και η εξέταση του ασθενούς, οι αναλύσεις αίματος, οι καλλιέργειες αίματος και πτυέλων, η ακτινογραφία θώρακος, η ύπαρξη ειδικών αντισωμάτων στο αίμα, βοηθούν στο να γίνει η διάγνωση της πνευμονίας και σε πολλές περιπτώσεις να αναγνωρισθεί ο παράγοντας που την έχει προκαλέσει.
Η διάρκεια της πνευμονίας εξαρτάται από το μικρόβιο που την έχει προκαλέσει. Μπορεί να διαρκέσει από μερικές μέρες μέχρι μία εβδομάδα ή περισσότερο. Η ανταπόκριση στην αντιβίωση και ο χρόνος έναρξης της αντιβίωσης παίζουν ρόλο στο πόσο θα διαρκέσει η ασθένεια.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την αντιβίωση ανάλογα με το μικρόβιο που έχει προκαλέσει την πνευμονία. Εάν δεν έχει απομονωθεί ένα συγκεκριμένο μικρόβιο, η αντιβίωση θα δοθεί ανάλογα με τα ευρήματα που θα βρεθούν και που θα δείχνουν προς μια συγκεκριμένη ομάδα παθογόνων οργανισμών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενών με χρόνια προβλήματα ή ηλικιωμένων ή παιδιών, η διάγνωση της πνευμονίας πιθανόν να επιβάλει και την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο.
Εκτός από την αντιβίωση, επιπρόσθετα θεραπευτικά μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν είναι η ξεκούραση στο κρεβάτι του ασθενούς, η ενυδάτωση, η παροχή οξυγόνου εάν χρειάζεται. Εάν υπάρχει ξηρός, κουραστικός και μη παραγωγικός βήχας τα φάρμακα που καταστέλλουν το βήχα, ανακουφίζουν τον ασθενή.
Η πρόληψη για ορισμένες μορφές της πνευμονίας μπορεί να γίνει με εμβόλιο εναντίον γνωστών μικροβίων που προκαλούν πνευμονίες. Για παράδειγμα το εμβόλιο εναντίον των συχνότερων τύπων του πνευμονιοκόκκου, μπορεί να προστατεύει από τις πνευμονίες που προκαλεί το μικρόβιο αυτό. Το εμβόλιο εναντίον της γρίπης, μειώνοντας τη συχνότητα της γρίπης, μειώνει και τις βακτηριδιακές πνευμονίες που προκύπτουν λόγω επιπλοκών της γρίπης.
Τα εμβόλια κατά του πνευμονιοκόκκου και εναντίον της γρίπης, χορηγούνται σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού όπως άτομα τρίτης ηλικίας, σε παιδιά, σε ανοσοκατασταλμένους δηλαδή ασθενείς με μειωμένη άμυνα του οργανισμού και σε άλλους ασθενείς με χρόνιες παθήσεις. Σήμερα η τάση είναι να γίνονται ευκολότερα εμβολιασμοί σε ευρύτερα σύνολα του πληθυσμού.
Το πλύσιμο των χεριών, η χρήση προστατευτικής μάσκας προσώπου, ο καλός αερισμός των εσωτερικών χώρων, η τήρηση μιας κατάλληλης ατομικής υγιεινής, η καλή διατροφή, είναι επιπρόσθετα προληπτικά μέτρα που προστατεύουν από την πνευμονία.