Δεδομένου ότι η αύξηση βάρους και ο διαβήτης τύπου 2 είναι αλληλένδετα, τα άτομα με διαβήτη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να χάνουν βάρος με τη βοήθεια της δίαιτας και της άσκησης. Ωστόσο, η απώλεια βάρους για τα άτομα με διαβήτη είναι δύσκολη, κυρίως διότι πολλές αντιδιαβητικέςθεραπείες μπορεί να επιφέρουν αύξηση βάρους στους ασθενείς.
Το δίλημμα του γιατρού: Η διαμάχη μεταξύ γλυκαιμικού ελέγχου και αύξησης βάρους
Στα τα άτομα με διαβήτη, τα οφέλη του καλού γλυκαιμικού ελέγχου για την ελαχιστοποίηση της εμφάνισης και την καθυστέρηση της εξέλιξης των διαβητικών επιπλοκών είναι αδιαμφισβήτητα. Ορθά λοιπόν, ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος αποτέλεσε τον στόχο μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο, ο διαβήτης τύπου 2 είναι μία προοδευτικά εξελισσόμενη νόσος και με τον χρόνο, η λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής ινσουλίνης και τα ολοένα υψηλότερα επίπεδα της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατά συνέπεια, με την πρόοδο της νόσου, οι από του στόματος αντιδιαβητικοί παράγοντες είναι λιγότερο πιθανό να είναι σε θέση να ελέγξουν αποτελεσματικά τα επίπεδα της γλυκόζης, ενώ είναι όλο και πιο πιθανό να χρειαστεί θεραπεία με ινσουλίνη. Εκτιμάται ότι άνω του 50% των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 θα χρειαστεί ινσουλινοθεραπεία για την επίτευξη αποτελεσματικού γλυκαιμικού ελέγχου εντός των επομένων 6 ετών μετά τη διάγνωση (Wright, 2002). Το δίλημμα του γιατρού όσον αφορά στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 προκύπτει καθώς ο βελτιωμένος γλυκαιμικός έλεγχος σχετίζεται παραδοσιακά με αύξηση του βάρους. Η αύξηση του βάρους που επιφέρει η ινσουλινοθεραπεία θεωρείται συχνά αναπόφευκτη, ειδικότερα καθώς οι γιατροί επιδιώκουν αυστηρό γλυκαιμικό έλεγχο και τιτλοποιούν την ινσουλίνη όλο και πιο επιθετικά (Hermansen, 2007). Και βέβαια, ορθά πράττουν έτσι. Οι ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση ασθενών με διαβήτη τύπου 2 υποστηρίζουν την πρώιμη προσθήκη της ινσουλίνης στη θεραπευτική αγωγή ασθενών που δεν επιτυγχάνουν τα επίπεδα στόχους της γλυκόζης (Nathan, 2003). Η ινσουλίνη δεν αποτελεί την “έσχατη λύση”, αλλά ένα βασικό συστατικό της θεραπείας του διαβήτη που πρέπει να χρησιμοποιείται το νωρίτερο δυνατό με σκοπό την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου (Palumbo, 2004).
Όμως, είναι η αύξηση του βάρους πράγματι μία αναπόφευκτη ανεπιθύμητη ενέργεια της ινσουλινοθεραπείας; Οι ασθενείς παίρνουν, κατά μέσο όρο, περίπου 4-5 kg όταν ξεκινούν θεραπεία με ινσουλίνη (UKPDS 33, 1998). Ωστόσο, μια από τις πιο σύγχρονες ινσουλίνες, η ινσουλίνη detemir, σχετίζεται με μικρότερη αύξηση βάρους σε σχέση με τις υπόλοιπες (Hermansen, 2007). Επιπλέον, είναι σαφές ότι η ρύθμιση του βάρους παίζει κεντρικό ρόλο ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα των ατόμων με διαβήτη και θα πρέπει να αποτελεί κύριο μέλημα καθ’ όλη την εξέλιξη της νόσου.
Συνεπώς, αν συνδυάσουμε τις παρεμβάσεις του τρόπου ζωής με τη σύγχρονη ινσουλινοθεραπεία, η αύξηση βάρους, που έχει παραδοσιακά συνδεθεί με την ινσουλίνη, δεν θα πρέπει πια να θεωρείται αναπόφευκτη.
Συμμετέχοντες συγγραφείς:
Dr. Vivian Fonseca, Tulane University School of Medicine, USA
Dr. Andreas Liebl, Centre for Diabetes and Metabolism, Germany
Professor Frank Snoek, Vrije Universiteit Medical Centre, the Netherlands