Ο λειτουργικός ορισµός της οστεοπόρωσης βασίζεται στη µέτρηση της οστικής πυκνότητας (BMD), που υπολογίζεται µε το µηχάνηµα DXA στη σπονδυλική στήλη ή και το ισχίο.
Παρότι η διάγνωση της οστεοπόρωσης βασίζεται στην ποσοτική εκτίµηση της οστικής πυκνότητας, η οποία φυσικά αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της αντοχής των οστών, η κλινική σπουδαιότητα της οστεοπόρωσης βρίσκεται στα κατάγµατα που προκαλεί.
Μια ποικιλία παραγόντων σκελετικών και µη, συμβάλλουν στον κίνδυνο καταγµάτων.
Για τον λόγο αυτό, εκτός της οστικής πυκνότητας, για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης πρέπει να γίνεται και εκτίµηση του καταγµατικού κινδύνου.
Εργαλεία υπολογισμού κινδύνου κατάγματος
Ενσωµατώνοντας αρκετούς παράγοντες κινδύνου αναπτύχθηκαν εργαλεία υπολογισµού του κινδύνου κατάγµατος, από τα οποία το πιο γνωστό και ευρέως χρησιµοποιούµενο είναι ο δείκτης FRAX.
Κύριες εντοπίσεις οστεοπορωτικών καταγµάτων αποτελούν:
-η σπονδυλική στήλη,
-το ισχίο,
-ο καρπός και,
-τα άνω άκρα (βραχίονες) κοντά στους ώµους.
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος καταγμάτων για γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση, από εκείνον του καρκίνου του μαστού!
“Η πιθανότητα που έχει µια γυναίκα που βρίσκεται στην εµµηνόπαυση να πάθει κάποιο κάταγµα σε ένα από τα προαναφερθέντα σηµεία στο υπόλοιπο της ζωής της, ξεπερνά αυτή του καρκίνου του µαστού (κοντά στο 12%) και η πιθανότητα κατάγµατος σε οποιαδήποτε από τα παραπάνω σηµεία είναι στη ∆υτική Ευρώπη πάνω από 40%, νούµερο κοντά στην πιθανότητα στεφανιαίας νόσου”, επισημαίνει η κ. Λητώ Αντωνιάδου MD, M.Sc., Ph.D -Παθολόγος, Master in Rheumatology – University of London, προσθέτοντας:
“Τα κατάγµατα που οφείλονται στην οστεοπόρωση ,είναι κύρια αιτία νοσηρότητας στους ενήλικες.
Τα κατάγµατα ισχίου προκαλούν οξύ πόνο, αδυναµία κινητικότητας και σχεδόν πάντα χρειάζονται νοσοκοµειακή νοσηλεία.
Η ανάνηψη είναι αργή και η αποκατάσταση συχνά ατελής.
Τα σπονδυλικά κατάγµατα µπορεί να είναι επώδυνα, αλλά µερικές φορές συµβαίνουν και χωρίς έντονα συµπτώµατα.
Έχουν την τάση όµως να επαναλαµβάνονται και η επακόλουθη αναπηρία µεγαλώνει µε τον αριθµό των καταγµάτων”.
Τα κατάγµατα καρπού, προκαλούν έντονο πόνο και απώλεια λειτουργικότητας, αλλά η λειτουργική αποκατάσταση είναι συνήθως καλή έως εξαιρετική.
Μέτρηση αντοχής οστών
Στους παράγοντες που καθορίζουν την αντοχή του οστού, πλην της πυκνότητας που µετριέται µε DXA, είναι και η µικροαρχιτεκτονική του οστού, η σπουδαιότητα της οποίας αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, αν και βεβαίως ήδη περιλαµβανόταν στον εννοιολογικό ορισµό της οστεοπόρωσης.
TBS (trabecular bone score)
Στην κατεύθυνση αυτή αναπτύχθηκε πρόσφατα το TBS (trabecular bone score), ένα λογισµικό, απλό, γρήγορο και µε επαναληψιµότητα, που βασιζόµενο στην οστική υφή αποτυπώνει πληροφορίες που έχουν σχέση µε τη µικροαρχιτεκτονική του σπογγώδους οστού.
Σε αντίθεση µε την οστική πυκνότητα (BMD), τα αποτελέσµατα TBS έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζονται ελάχιστα από την παρουσία οστεοφύτων, συνηθισµένο artifact ιδιαίτερα στις µετρήσεις σπονδυλικής στήλης.
Χαµηλό TBS score σχετίζεται σταθερά µε αύξηση των οστεοπορωτικών καταγµάτων, ανεξάρτητα τόσο από κλινικούς παράγοντες κινδύνου όσο και από την οστική πυκνότητα της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου.
Μπορεί έτσι να χρησιµοποιηθεί σαν προσθήκη στις µετρήσεις οστικής πυκνότητας.
∆εν απαιτείται επιπλέον χρόνος ή επιπλέον έκθεση σε ακτινοβολία.
Μελέτες, συµπεριλαµβανοµένης και µετα-ανάλυσης, έδειξαν βελτίωση της πρόγνωσης καταγµάτων, όταν το TBS της σπονδυλικής στήλης χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε τις άλλες παραµέτρους του FRAX.
Έτσι, το TBS αποτελεί προγνωστικό παράγοντα καταγµάτων, ανεξάρτητα από το TBS, και προτείνεται η χρήση του για διόρθωση του FRAX σε µετεµµηνοπαυσιακές γυναίκες και άνδρες µεγαλύτερης ηλικίας.
Έχει εγκριθεί και υποστηρίζεται η χρήση του από τις πιο έγκυρες εταιρείες του χώρου παγκόσµια IOF/ESCEO/ISCO.
Αν προστεθεί στον FRAX η µεγαλύτερη χρησιµότητα του TBS εντοπίζεται σε άτοµα µε οστεοπενία, των οποίων τα επίπεδα BMD βρίσκεται κοντά σε επίπεδα θεραπευτικής παρέµβασης.
Επίσης, το TBS µπορεί να έχει κάποιο ρόλο στην εκτίµηση:
-του καταγµατικού κινδύνου σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης,
-όπως σε σακχαρώδη διαβήτη,
-υπερπαραθυρεοειδισµό,
-οστεοπόρωση από κορτικοστεροειδή ή αντιαρωµατάσες.
Τα αποτελέσµατα του TBS βγαίνουν και µπορούν να τυπωθούν συγχρόνως µε την εξέταση οστικής πυκνότητας της σπονδυλικής στήλης.
“Η απάντηση περιέχει το συνολικό Trabecular Bone Score (TBS), δείχνει την εικόνα TBS της οσφυϊκής µοίρας της σπονδυλικής στήλης και τιµές αναφοράς αντίστοιχης ηλικίας¨, καταλήγει η κ. Λητώ Αντωνιάδου.