«Μαύρο χρυσό». Έτσι ονόμαζαν παλιότερα στην Ελλάδα τη μαύρη σταφίδα γιατί αποτελούσε το νούμερο ένα αγαθό εξαγωγής, αλλά και γιατί οι άνθρωποι της εποχής καταλάβαιναν τις ευεργετικές ιδιότητές της, εντάσσοντας την στο διαιτολόγιό τους.
Η κορινθιακή σταφίδα, αυτός ο ελληνικός διατροφικός «θησαυρός», διαθέτει συμπυκνωμένες μορφές ενέργειας, αντιοξειδωτικών, βιταμινών, μετάλλων και διαιτητικών ινών. Η καλλιέργειά της στη χώρα μας εντοπίζεται όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως η Ζάκυνθος.
Καλλιεργείται στον ελλαδικό χώρο από τους ομηρικούς χρόνους, ενώ γραπτές αναφορές για το εμπόριό της υπάρχουν από τον 12ο αιώνα. Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αναφέρονται συχνά στις σταφίδες. Χρησιμοποιούνταν και ως μέσο ανταλλαγής για την αγορά ενός σκλάβου και προσφέρονταν ως επιβράβευση και ως θεραπεία σε διάφορες ασθένειες.
Η μαύρη σταφίδα έχει αντιοξειδωτικές και αντιγηραντικές ιδιότητες, που ενισχύουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Οι φυτικές ίνες που περιέχει καταπολεμούν τη δυσκοιλιότητα, μειώνουν τη χοληστερόλη και τον κίνδυνο καρκίνου του ορθού. Καταπολεμά, επίσης, την αναιμία λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε σίδηρο.
Ακόμα, μειώνει τις κατακρατήσεις και την αρτηριακή πίεση λόγω του καλίου που περιέχει κι μέσω των βιταμινών Α και Β βοηθάει στην όραση, την ανάπτυξη, την αναπαραγωγή, το μεταβολισμό, την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων και τη βελτίωση της μνήμης, της συγκέντρωσης και της διάθεσης.
Περιέχοντας σελήνιο και κατεχίνη προστατεύει από καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνο του παχέoς εντέρου και ρυθμίζει τη λειτουργία του θυρεοειδή αδένα, ενώ χάρη στο ελαϊκό οξύ καταστέλλεται η ανάπτυξη μικροβίων στο στόμα και προλαμβάνεται η ανάπτυξη τερηδόνας.