Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα όσο περισσότερο αλκοόλ καταναλώνει κανείς και όσο περισσότερους σεξουαλικούς συντρόφους έχει, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να συμμετέχει σε κάποιο πρόγραμμα πρόληψης της λοίμωξης από τον HIV,τον ιό του AIDS.
Ο μεγάλος αριθμός σεξουαλικών συντρόφων λοιπόν και η υψηλότερη κατανάλωση αλκοόλ μπορούν να προβλέψουν τη μειωμένη συμμετοχή των ατόμων σε προγράμματα πρόληψης και συμβουλευτικής, σχετικά με την προστασία από τον HIV και τα υπόλοιπα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα(ΣΜΝ).
Οι συγγραφείς της μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, σημειώνουν την ειρωνεία που ενέχει το γεγονός ότι οι συμπεριφορές που αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης από κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, συμπεριλαμβανομένου του HIV, είναι οι ίδιες που εμποδίζουν τα άτομα να αναζητήσουν κάποιο σχετικό πρόγραμμα πρόληψης και συμβουλευτικής.
Η κατανόηση των αιτιών που κατευθύνουν τα άτομα προς ή τα απομακρύνουν από ένα πρόγραμμα πρόληψης είναι πολύ ουσιαστική πληροφορία για τις υπηρεσίες της δημόσια υγείας και της προαγωγής της υγείας.
Μέχρι στιγμής όμως, πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με το τι κινητοποιεί να άτομα να συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα πρόληψης για τον HIV, καθώς και με το γιατί υπάρχουν άτομα λιγότερο πρόθυμα να επωφεληθούν από τα προγράμματα πρόληψης και συμβουλευτικής που παρέχονται σε δημόσιες κλινικές.
Ο εντοπισμός και η κατανόηση των κινήτρων αυτών έχουν ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που τα κέντρα έλεγχου νοσημάτων των ΗΠΑ αναφέρουν ότι κάθε χρόνο καταγράφονται 50.000 νέα κρούσματα HIV.
Στην πρόσφατη αυτή μελέτη οι ερευνητές προσπαθούν να καθορίσουν εάν ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων ενός ατόμου και η κατανάλωση αλκοόλ που κάνει μπορούν να προβλέψουν την αποδοχή ή την άρνηση μιας πρόσκλησης για συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα πρόληψης και συμβουλευτικής για τον HIV.
Μια προηγούμενη μελέτη έχει επισημάνει ότι τα άτομα τείνουν στην αναζήτηση πληροφοριών που συμφωνούν με το ήδη υπάρχον σύστημα πεποιθήσεων και αξιών που διαθέτουν και αποφεύγουν τα μηνύματα που έρχονται σε αντίφαση με αυτό.
Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει πεποιθήσεις που δεν ευνοούν τη χρήση προφυλακτικού, είναι πολύ πιθανό να αποφύγει τη συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα που θα το κατευθύνει στην αλλαγή των πεποιθήσεων και των πρακτικών του.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες που υιοθετούσαν τις λιγότερο επικίνδυνες συμπεριφορές ήταν πιο πιθανό να δεχτούν μια πρόσκληση συμμετοχής σε ένα πρόγραμμα πρόληψης και συμβουλευτικής για τον HIV. Βρήκαν επίσης, ότι η κατάχρηση αλκοόλ συνδέεται έτσι κι αλλιώς με μειωμένη συμμετοχή σε προγράμματα πρόληψης ανεξάρτητα από τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων.
Οι ερευνητές, μάλιστα, αναφέρουν ότι τα προγράμματα που στοχεύουν συνδυαστικά στην πρόληψη των σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων και της χρήσης αλκοόλ μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης από κάποιο ΣΜΝ. Για να είναι όμως τα προγράμματα αυτά αποτελεσματικά είναι απαραίτητο να συμμετέχει σε αυτά ο πληθυσμός στον οποίο στοχεύουν.
Η κατανόηση των παραγόντων λοιπόν που μπορεί να επηρεάσουν τη συμμετοχή του πληθυσμού- στόχου στα προγράμματα πρόληψης είναι απαραίτητη, έτσι ώστε να γίνει ο κατάλληλος σχεδιασμός που θα τα καταστήσει πιο ελκυστικά.
Οι συγγραφείς μάλιστα αναφέρονται ιδιαίτερα στη μεγάλη χρησιμότητα ενός προγράμματος που θα μπορέσει να προσελκύσει τα άτομα που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ, το οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά σε μια ζωτική λειτουργία της δημόσιας υγείας.
medicalnewstoday.gr