Ένα αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα, που μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του παιδιού, είναι η δυσανεξία στη λακτόζη, η οποία δεν επιτρέπει την απορρόφηση του ασβεστίου από το μητρικό και το αγελαδινό γάλα. Με την ανάλογη θεραπεία και τις κατάλληλες τροφές η αντιμετώπισή του μπορεί να είναι αποτελεσματική και πλήρης.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι η μη πλήρης πέψη της λακτόζης στο λεπτό έντερο λόγω έλλειψης ή μειωμένης συγκέντρωσης του ενζύμου λακτάση. Η λακτόζη είναι το σάκχαρο που περιέχεται στο μητρικό και στο αγελαδινό γάλα και είναι σημαντικό για την απορρόφηση του ασβεστίου.
Όταν η λακτόζη δεν διασπάται από τη λακτάση στο λεπτό έντερο, περνά στο παχύ έντερο όπου τα βακτηρίδιά του τη διασπούν και έπειτα από ζυμώσεις παράγονται αέρια τα οποία διατείνουν το έντερο, γίνεται όσμωση νερού και διάρροια και το παιδί εμφανίζει συμπτώματα.
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι αέρια, μετεωρισμός κοιλίας, κοιλιακό άλγος, «φούσκωμα» μετά τα γεύματα που περιέχουν γάλα και διάρροια.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ιδιαίτερα συχνή και χωρίζεται σε δευτερογενή και σε πρωτοπαθή. Η δευτερογενής είναι πολύ πιο συχνή και εμφανίζεται ανά πάσα στιγμή μετά τα 3 έτη ζωής, δηλαδή μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού, οπότε η παρουσία του ενζύμου λακτάση σταδιακά σβήνει από τον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου.
Έτσι η πλειονότητα των ενηλίκων ανά τον κόσμο έχει έλλειψη της λακτάσης. Η συχνότητα της δυσανεξίας στη λακτόζη στην Ευρώπη υπολογίζεται σε ποσοστό 20% και μεγαλύτερη είναι στη Νότια Ευρώπη σε σχέση με τη Βόρεια Ευρώπη.
Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη (αλακτασία) είναι πάρα πολύ σπάνια διεθνώς και εμφανίζεται μετά τη γέννηση με βαριά διάρροια μετά την πρώτη σίτιση με γάλα και μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση.
Η διάγνωση και η θεραπεία
Το τεστ που χρησιμοποιείται συχνότερα για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η μέτρηση του pH των κοπράνων που είναι όξινα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες παιδιών. Πιο ειδική εξέταση είναι το τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου στον εισπνεόμενο αέρα η οποία μπορεί να γίνει σε παιδιά μεγαλύτερα των 6 ετών.
Σε περιπτώσεις πρωτοπαθούς αλλεργίας σε βρέφος χρειάζεται γαστροσκόπηση και βιοψία λεπτού εντέρου, όπου γίνεται μέτρηση του επιπέδου της λακτάσης του εντερικού βλεννογόνου.
Η δυσανεξία στη λακτόζη στα βρέφη και στα νήπια είναι παροδική και οφείλεται κυρίως στην καταστροφή των λαχνών του βλεννογόνου του εντέρου ύστερα από λοίμωξη. Στις περιπτώσεις αυτές χορηγούνται γάλα και ειδικές κρέμες χωρίς λακτόζη για 3 – 4 εβδομάδες, διάστημα που απαιτείται για την αποκατάσταση των εντερικών λαχνών και της λακτάσης.
Έπειτα από αυτό το διάστημα η λακτόζη εντάσσεται στη δίαιτα του βρέφους, αφού συμβάλλει στην απορρόφηση του ασβεστίου και στην ανάπτυξη των οστών του.
Σε μεγαλύτερα παιδιά συνιστάται γάλα με μειωμένη κατά 70% λακτόζη ή καθόλου λακτόζη και συχνά μικρά γεύματα από κίτρινα τυριά και γιαούρτι στη διάρκεια της ημέρας. Τα κίτρινα τυριά και το γιαούρτι είναι καλύτερα ανεκτά από το γάλα, λόγω της περισσότερο σταδιακής τους μετάβασης από το στομάχι στο λεπτό έντερο.
Σε παιδιά που δεν μπορούν να πιουν τα ειδικά γάλατα χωρίς λακτόζη μπορεί να χρησιμοποιηθούν σταγόνες λακτάσης που προστίθενται στο κανονικό γάλα και κυκλοφορούν στο εξωτερικό. Επίσης υπάρχουν δισκία λακτάσης που λαμβάνονται πριν από τα γεύματα τα οποία περιέχουν λακτόζη.
Σε περιπτώσεις όπου η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε χρόνια εντεροπάθεια, π.χ. κοιλιοκάκη, ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, αλλεργική εντεροπάθεια, χρειάζεται θεραπεία της υποκείμενης νόσου για τη βελτίωση των εντερικών λαχνών και των συμπτωμάτων του παιδιού.