Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι η απώλεια ακοής είναι μία κατάσταση η οποία αφορά τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι έφηβοι θα αποτελέσουν πολύ σύντομα την πληθυσμιακή ομάδα που θα επηρεαστεί πιο πολύ από προβλήματα στην ακοή.
Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι 1-2 νεογνά στις 1000 γεννήσεις παρουσιάζουν κάποιου βαθμού βαρηκοΐα.
“Το ποσοστό αυτό πολλαπλασιάζεται όταν αναφερόμαστε στους εφήβους, καθώς απώλεια ακοής έστω και σε μία συχνότητα εμφανίζει περίπου το 16%.
H συχνότερη αιτία του φαινομένου αυτού αποτελεί η συνεχής έκθεση των παιδιών και ιδιαίτερα των εφήβων σε «θόρυβο» υπό τη μορφή δυνατών ήχων“, αναφέρει ο κ. Ιωάννης Αθανασόπουλος, Διευθυντής Τμήματος Ωτολογίας, Ακοολογίας, Νευροωτολογίας Παίδων του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών, ενώ επισημαίνει:
“Ενδεικτική της σοβαρότητας του θορύβου είναι μία έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) που αναφέρει ότι τα παιδιά μίας μεγαλούπολης μπορεί να δέχονται περισσότερο θόρυβο στο σχολείο από τους εργάτες ενός εργοστασίου κατά τη διάρκεια μίας οκτάωρης βάρδιας!”
Χαρακτηριστικά παραδείγματα έκθεσης σε θόρυβο για έναν έφηβο είναι:
-η χρήση/κατάχρηση ακουστικών και λοιπών συσκευών μετάδοσης ήχου,
-η ακρόαση δυνατής μουσικής στο σπίτι ή,
-σε χώρους διασκέδασης, η,
-παρακολούθηση αθλητικών γεγονότων και συναυλιών.
Ο δυνατός θόρυβος και οι ήχοι μπορεί να είναι επιβλαβείς για την ακοή ενός ατόμου.
Τόσο το επίπεδο όσο και η διάρκεια του θορύβου μπορεί να θέσει τον έφηβο σε κίνδυνο για απώλεια ακοής.
Τα επίπεδα του ήχου μετρώνται σε ντεσιμπέλ (dB).
Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ντεσιμπέλ, τόσο πιο δυνατός είναι ο ήχος.
Έρευνες έχουν δείξει ότι ήχοι μεγαλύτεροι από 85 dB μπορεί να προκαλέσουν μόνιμη απώλεια ακοής.
“Η απώλεια ακοής που προκαλείται από την έκθεση σε δυνατούς ήχους μπορεί να συμβεί αργά και να χρειαστούν χρόνια ώστε να γίνει αντιληπτή από τον ίδιο τον έφηβο ή το περιβάλλον του”, τονίζει ο κ. Αθανασόπουλος.
Παρότι φαίνεται δύσκολο να πειστεί ένας έφηβος ότι οι καθημερινές του συνήθειες πιθανόν να τον οδηγήσουν μελλοντικά σε μη αναστρέψιμη βλάβη στην ακοή, θα πρέπει να ενημερωθούν για την πιθανότητα αυτή και να τους δοθούν συμβουλές για την πρόληψη των βλαβών αυτών.
Θα πρέπει να ενθαρρύνουμε τους εφήβους να ακούν μεν μουσική, καθώς τους χαλαρώνει και τους ηρεμεί, όμως να αποφεύγουν την ακρόαση σε υψηλή ένταση, τη χρήση ακουστικών που εισέρχονται μέσα στο αυτί αλλά να προτιμούν αυτά που είναι εξωτερικά (headphones) και οπωσδήποτε να κάνουν διαλείμματα αποφεύγοντας έτσι τη συνεχή έκθεση.
Επίσης, αν θέλουν να διασκεδάσουν σε ένα club ή σε μία συναυλία, να φροντίσουν να καθίσουν στο κέντρο του χώρου μακριά από τα ηχεία.
Επιπλέον, όταν συμμετέχουν σε θορυβώδεις δραστηριότητες, να χρησιμοποιούν προστασία ακοής όπως ωτοασπίδες.
“Γενικά, τα έφηβα παιδιά σας ακούνε πολύ δυνατούς ήχους αν: πρέπει να υψώσετε τη φωνή σας ή να βγάλουν τα ακουστικά τους για να σας ακούσουν, δεν καταλαβαίνουν τι τους λέτε από κοντινή απόσταση, ή αν παραπονεθούν για πόνο ή κουδούνισμα στα αυτιά τους μετά από έκθεση σε θόρυβο.
Θυμηθείτε ότι η απώλεια ακοής μπορεί να παραμείνει απαρατήρητη για πολλά χρόνια μετά από χρόνια έκθεση σε υψηλά επίπεδα θορύβου”, σημειώνει ο κ. Αθανασόπουλος.
Παρότι η απώλεια ακοής που προκαλείται από το θόρυβο είναι συνήθως σταδιακή και ανώδυνη, είναι μόνιμη.
Επιπροσθέτως:
-η κακή διατροφή,
-η παχυσαρκία,
-η έλλειψη σωματικής άσκησης,
-η χρήση καπνού (ακόμα και το παθητικό κάπνισμα) και,
-αλκοόλ,
–πέρα από τις γενικότερες βλάβες στην υγεία, μπορεί να προκαλέσουν βλάβες και στο αυτί οδηγώντας σε απώλεια ακοής.
Επομένως, η υιοθέτηση κανόνων υγιεινής διατροφής και η αποφυγή βλαβερών συνηθειών θα συμβάλλει σημαντικά και στην προστασία της ακοής.
“Η καλή ακοή συνιστά απαραίτητο μέσο για τη σωστή επικοινωνία, την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, τη σταδιοδρομία και την ομαλή εξέλιξη των εφήβων.
Επομένως, ας αποτελέσει προτεραιότητα των γονέων η πρόληψη των προβλημάτων ακοής, μέσα από τη σωστή ενημέρωση και εκπαίδευση των ίδιων και των παιδιών τους, κατά τη δύσκολη περίοδο της εφηβείας”, καταλήγει ο κ. Αθανασόπουλος.