Την ανάγκη να άρουν τους δισταγμούς τους οι γονείς και να εμβολιάσουν τα παιδιά τους 5 έως 11 ετών κατά του κορωνοϊού, καθώς τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Κολλεγίου Imperial και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.
Όπως αναφέρει στην μακροσκελή νέα ανάρτησή του στο Facebook, «η επιλογή ενός γονέα δεν είναι απλά να εμβολιάσει το παιδί του ή όχι.
Η επιλογή είναι ανάμεσα σε ένα πολύ αποτελεσματικό εμβόλιο ή στο να ρισκάρει να νοσήσει το παιδί.
Ορισμένοι γονείς θα πουν “δεν θα νοσήσει το δικό μου παιδί γιατί προσέχουμε, αποφεύγουμε τον συγχρωτισμό και κάνουμε συχνά τεστ“.
Αλλά πως το ξέρουν αυτό;».
Ο κ. Μόσιαλος υπενθυμίζει ότι εδώ και αρκετούς μήνες έχει εγκριθεί η χρήση εμβολίων για παιδιά 12-17 ετών, ενώ πλέον υπάρχει έγκριση αδειοδότησης της κυκλοφορίας και για παιδιά 5-11 ετών.
Το πρώτο εμβόλιο κατά της COVID-19 που έχει εγκριθεί, είναι των Pfizer/BioNTech με βάση τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης δοκιμής που αξιολόγησε την ασφάλεια και τις ανοσολογικές αποκρίσεις.
Εξηγεί ότι, η κλινική δοκιμή των Pfizer/BioNTech αρχικά συνέκρινε τρεις δόσεις:
-30 μικρογραμμάρια (τη δόση που λαμβάνουν οι ενήλικες),
-20 μικρογραμμάρια και,
-10 μικρογραμμάρια.
Η δόση με τα 10 μικρογραμμάρια, που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της δόσης των ενηλίκων, είχε τις λιγότερες παρενέργειες.
Ταυτόχρονα το εμβόλιο εξακολουθούσε να δημιουργεί ισχυρές ανοσολογικές αποκρίσεις στα επίπεδα που επιτυγχάνονται με υψηλότερες δόσεις.
Στο επόμενο μέρος της δοκιμής, περισσότερα από 2.200 παιδιά ηλικίας 5 έως 11 ετών ανατέθηκαν τυχαία για να λάβουν είτε μια δόση 10 μικρογραμμαρίων του εμβολίου (τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων), είτε μια δόση εικονικού φαρμάκου (το ένα τρίτο των συμμετεχόντων).
Όλα έκαναν δύο δόσεις με διαφορά τριών εβδομάδων.
Τα παιδιά που έλαβαν το εμβόλιο, είχαν παρόμοιες ανοσοαποκρίσεις με τους νέους ηλικίας 16 έως 25 ετών, που είχαν λάβει δύο δόσεις των 30 μικρογραμμαρίων.
Όταν η Pfizer υπέβαλε τα δεδομένα προς έγκριση στον FDA των ΗΠΑ, δεν υπήρχαν πολλές περιπτώσεις συμπτωματικών λοιμώξεων COVID-19 στους συμμετέχοντες στη δοκιμή και οι εκτιμήσεις έδειξαν ότι το ποσοστό αποτελεσματικότητας του εμβολίου ανέρχεται στο 90%.
Τα τεστ επίσης επιβεβαίωσαν ότι τις λοιμώξεις τις είχε προκαλέσει η παραλλαγή Δέλτα, που κυκλοφορεί ευρέως στη χώρα μας.
Με αυτά τα δεδομένα, οι αδειοδοτικοί φορείς βάσισαν την απόφαση να εγκριθεί η χρήση του εμβολίου για τα παιδιά.
Όμως αρκετοί γονείς ακόμα ανησυχούν φοβούμενοι κυρίως για παρενέργειες που ακούνε πως μπορεί να συμβούν, εάν τα παιδιά τους εμβολιαστούν.
Όμως ο κ. Μόσιαλος τονίζει ότι «τα περισσότερα παιδιά που συμμετείχαν στην κλινική δοκιμή, δεν είχαν άλλες παρενέργειες εκτός από κάποιο πόνο στο σημείο της ένεσης.
Κάποια εμφάνισαν κόπωση, πονοκεφάλους και/ή μυϊκούς πόνους μετά τη δεύτερη δόση (αλλά όχι μετά την πρώτη δόση).
Επίσης μόνο το 6% είχαν πυρετό μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου και δεν υπήρξαν περιπτώσεις σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης στο εμβόλιο».
Σε οότι αφορά τον φόβο κάποιων για την πιθανότητα μιας απρόσμενης φλεγμονής της καρδιάς (μυοκαρδίτιδας), που παρατηρήθηκαν κυρίως σε νεαρούς μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου mRNA (Pfizer/BioNTech ή Moderna), ο κ. Μόσιαλος αναφέρει ότι «οι περισσότερες περιπτώσεις ήταν ήπιες και οι ειδικοί καθησυχάζουν τους γονείς πως τα παιδιά δεν θα έχουν μακροχρόνια προβλήματα».
Εξάλλου, τονίζει, «μεταξύ των παιδιών ηλικίας 5 έως 11 ετών που έλαβαν το εμβόλιο Pfizer κατά τη διάρκεια της κλινικής δοκιμής, δεν υπήρξαν περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας», ενώ υπενθυμίζει πως «τα παιδιά ηλικίας 5-11 ετών θα λάβουν μειωμένη δόση 10 μικρογραμμαρίων και όχι 30 μικρογραμμάρια όπως τα παιδιά ηλικίας 12-17 ετών».
Η διευθύντρια των Αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δρ Walensky δήλωσε (σε μια συνέντευξη στο ABC News) πως το CDC δεν έχει εντοπίσει αναφορές και ανησυχίες σχετικά με την προσωρινή φλεγμονή της καρδιάς (μυοκαρδίτιδα) στα σχεδόν 5 εκατομμύρια παιδιά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα που έχουν εμβολιαστεί.
Συνεπώς «τα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και για τα μικρά παιδιά».
Ο κ. Μόσιαλος επισημαίνει ότι «τα παιδιά έχουν μεγάλες κοινωνικές συναναστροφές και αργά ή γρήγορα τα περισσότερα θα κολλήσουν.
Ειδικά αν επικρατήσει η παραλλαγή Όμικρον, που φαίνεται ότι είναι πολύ μολυσματική, αυτό θα συμβεί νωρίτερα από το αναμενόμενο με την κυκλοφορία της Δέλτα.
Και ίσως να μην το πάρουν καν είδηση λόγω της πιθανής ασυμπτωματικότητας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ένα παιδί δεν θα έχει κανένα πρόβλημα.
Προβλήματα μακροχρόνιας νόσου COVIDέχουν αναφερθεί και σε ορισμένους ασυμπτωματικούς.
–Μπορεί λοιπόν ένας γονιός να λάβει την απόφασή του να μην εμβολιάσει το παιδί του;
Βεβαίως, αλλά το να μην κολλήσει ένα παιδί σε βάθος χρόνου είναι μάλλον απίθανο, εκτός αν είναι εντελώς απομονωμένο και αυτό και οι γονείς του.
Εάν δηλαδή στερηθεί κάθε κοινωνική επαφή προκειμένου να μην λάβει ένα ασφαλές εμβόλιο».
Από την άλλη, «ενώ η μυοκαρδίτιδα είναι πολύ ασυνήθιστη στα παιδιά, παρατηρήθηκε πως εμφανίζεται πιο συχνά σε αυτά που νόσησαν σοβαρά με COVID-19».
Mια μελέτη που δημοσιεύτηκε από το CDC και αφορά εκθέσεις από περισσότερα από 900 νοσοκομεία των ΗΠΑ δείχνει ότι 86 παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών (μεταξύ Μάρτιου 2020-Ιανουαρίου 2021) διαγνώστηκαν με μυοκαρδίτιδα μεταξύ σχεδόν 65.000 παιδιών (0,133%) που νόσησαν με COVID-19.
Όμως την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ 4 εκατομμυρίων παιδιών που δεν κόλλησαν COVID-19, μόνο 132 εμφάνισαν μυοκαρδίτιδα.
Άρα ο κίνδυνος εμφάνισης μυοκαρδίτιδας είναι περισσότερο από 30 φορές υψηλότερος στους παιδιατρικούς ασθενείς με COVID-19.
Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς με COVID-19 ηλικίας κάτω των 16 ετών είχαν κίνδυνο μυοκαρδίτιδας παρόμοιο με αυτόν των ασθενών ηλικίας άνω των 75 ετών, δηλαδή πολύ μεγαλύτερο από όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες.
Οι ερευνητές ανέφεραν πως η διάγνωση της μυοκαρδίτιδας σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 16 ετών μπορεί να αντιπροσωπεύει περιπτώσεις του πολυσυστημικού φλεγμονώδους συνδρόμου σε παιδιά (MIS-C), που εμφανίζεται συνήθως 2-4 εβδομάδες μετά τη μόλυνση με τον κορωνοϊό και εκδηλώνεται με:
-πυρετό,
-εξάνθημα,
-πρησμένους λεμφαδένες και,
-επιπεφυκίτιδα.
Σε ορισμένους ασθενείς παρατηρούνται καρδιαγγειακές επιπλοκές, αλλά θεωρείται πως τα περισσότερα παιδιά που αναπτύσσουν MIS-C θα αναρρώσουν χωρίς χρόνια καρδιακή νόσο.
Ίσως όμως κάποια να ταλαιπωρηθούν με χρόνια νοσήματα.
Ο κ. Μόσιαλος επισημαίνει επίσης πόσα εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο έχουν εμβολιαστεί έναντι του κορωνοϊού και δεν είχαν κανένα πρόβλημα.
Ακόμη αναφέρει πως “πολλοί γονείς διστάζουν γιατί διστάζουν να προτείνουν τα εμβόλια οι γιατροί τους.
Πρέπει επομένως οι ιατρικές ενώσεις να εντείνουν την ενημέρωση των μελών τους, αλλά και των γονέων», τονίζει.
Καταλήγει ότι «απαιτείται συνέπεια και υπομονή και συνεχής ενημέρωση.
Οι άνθρωποι που διστάζουν, είναι καλοπροαίρετοι και φοβισμένοι».