Παρόλο που η έννοια του bullying έχει – κυρίως στην Ελλάδα- συνδυαστεί με τον σχολικό εκφοβισμό, αφορά μια γενικότερη κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων απειλεί επαναλαμβανόμενα να κυριαρχήσει σε ένα άλλο άτομο με βίαιο και επιθετικό εκφοβιστικό εξαναγκασμό.
Βασική προϋπόθεση, είναι μια κοινωνική, ή σωματική ανισότητα/ανισορροπία ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Η ελληνική έννοια για το «bullying» εκφράζεται ως «η συμπεριφορά του νταή».
“Η «συμπεριφορά του νταή» μπορεί να απαντηθεί σε οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αλληλεπιδρούν ανθρώπινα όντα, όπως στο σχολείο, στην οικογένεια, στο χώρο εργασίας και στις γειτονιές.
Συνεπώς, αναφορικά με το σχολικό «bullying» έχουμε να κάνουμε με ένα είδος σαφώς ανεπιθύμητου εκφοβισμού που εκδηλώνεται μεταξύ παιδιών σχολικής ηλικίας περιλαμβάνοντας μια πραγματική ή μια φαινομενική ανισορροπία δύναμης“, αναφέρει η κ. Ελένη Γκίκα PhD –Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια – Διευθύντρια Τμήματος Ψυχικής Υγείας Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ.
Η συμπεριφορά του «νταή» είναι επαναλαμβανόμενη ή έχει την τάση να γίνει επαναλαμβανόμενη.
Η εκφοβιστική συμπεριφορά περιλαμβάνει πράξεις όπως:
-απειλές,
-διάδοση φημών,
-χλευασμός,
-σωματική ή λεκτική βία,
-σεξουαλικές χειρονομίες και,
-επί σκοπού αποκλεισμό του παιδιού- «θύματος» από μια ομάδα παιδιών.
Τόσο στο «νταή», όσο και στο «θύμα» του, μπορούν να διαγνωστούν αλλά και να δημιουργηθούν επιπρόσθετα σοβαρά και διαρκή προβλήματα.
-Πως οι γονείς θα αναγνωρίσουν τα σημάδια του bullying στο παιδί τους;
Το παιδί που γίνεται αποδέκτης επιθετικής συμπεριφοράς μπορεί να εμφανίσει αλλαγές στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του.
“Οι επιπτώσεις αυτές στο παιδί μπορεί να είναι άμεσες ή και ακόμα να το επηρεάσουν στο μέλλον“, επισημαίνει η κ. Γκίκα και εξηγεί:
-Χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Έχει παρατηρηθεί, ότι τα παιδιά που γίνονται συχνά στόχος της επιθετικότητας άλλων παιδιών, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, αποκτούν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι όσα παιδιά είχαν ήδη χαμηλή αυτοεκτίμηση και γίνονται έτσι στόχος άλλων παιδιών, απομονώνονται και μπορεί να φτάσουν σε σημείο να πάθουν κατάθλιψη.
-Κοινωνική απομόνωση.
Το παιδί καταλήγει να έχει πολύ λίγους φίλους, γιατί νιώθει άσχημα και σταματά να προσπαθεί να κάνει φιλίες.
Επίσης, μπορεί να είχε ήδη λίγους ή καθόλου φίλους, κάτι που ευνοεί στο να του επιτεθούν άλλα παιδιά, μιας και κανείς δε θα το υποστηρίξει.
-Απουσίες από το σχολείο.
Το παιδί δεν θα θέλει να ξαναπάει σχολείο.
Αρχικά θα προφασίζεται δικαιολογίες και θα εκφράζει παράπονα ότι δε νιώθει καλά.
Πολλά παιδιά αλλάζουν ακόμα και σχολείο, για να ξεφύγουν από αυτήν την κατάσταση, ενώ κάποια άλλα δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να αποδώσουν στα μαθήματά τους.
-Μελλοντικές επιπτώσεις.
Δυστυχώς τα παιδιά αυτά αποκτούν χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία τα ακολουθεί καθώς μεγαλώνουν και μπορεί να εμφανίσουν μελλοντικά σημάδια κατάθλιψης.
-Πως πρέπει οι γονείς να αντιμετωπίσουν το παιδί τους είτε είναι το θύμα, είτε είναι ο θύτης;
Μελέτες που έχουν γίνει κατά το παρελθόν έχουν δείξει, ότι:
-περίπου το 40% των επιθετικών παιδιών γίνονται αντικοινωνικοί ενήλικες, ενώ,
-το 75 – 90% των αντικοινωνικών ενηλίκων είχαν διαταραχή διαγωγής.
“Γι’ αυτό οι γονείς, που έχουν παιδί που εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά, πρέπει να είναι δίπλα του και να το βοηθήσουν να βελτιώσει τη συμπεριφορά του, ώστε να αποφευχθούν οι άμεσες, αλλά και μελλοντικές παραβατικές / αντικοινωνικές συμπεριφορές“, τονίζει η κ. Γκίκα.
Γονείς του παιδιού «Θύτη»
Αντιμετωπίστε το πρόβλημα ως σοβαρή υπόθεση, κυρίως αν επαναλαμβάνεται, και μην ψάχνετε δικαιολογίες τύπου “Συμβαίνουν αυτά”, “Αγόρι είναι, θα τσακωθεί”, κ.λπ.
Συζητήστε τη συμπεριφορά με το ίδιο το παιδί, ρωτώντας το για τα συναισθήματά του.
“Αν η επιθετική συμπεριφορά επαναλαμβάνεται και έχει σοβαρή μορφή, προκαλώντας προβλήματα στους άλλους και εμποδίζοντας τη σχολική μάθηση και τις σχέσεις του ίδιου του παιδιού, είναι απαραίτητο να ζητήσετε τη βοήθεια ενός ειδικού.
Ελέγξετε προσεκτικά όσα έχουν συμβεί και μη βασίζεστε αμέσως στις αιτιολογίες του παιδιού σας, που το πιο πιθανό είναι να προσπαθήσει να… τη βγάλει καθαρή“, σημειώνει η κ. Γκίκα.
Συνεργαστείτε με το σχολείο και μην εναντιώνεστε στους δασκάλους, σε μια προσπάθεια να πάρετε το μέρος του παιδιού σας.
Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να βοηθήσει κανέναν.
Να μην του “χαϊδεύετε τ’ αυτιά”.
Αν το παιδί σας συμπεριφέρεται επιθετικά, πρέπει να του δώσετε να καταλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, ξεκαθαρίστε τη στάση σας όσον αφορά τη συμπεριφορά του.
Εξηγήστε του ότι αυτό που συμβαίνει είναι σοβαρό, δεν το εγκρίνετε και ότι πρέπει να σταματήσει άμεσα.
“Ουσιαστικά οποιαδήποτε ενέργειά σας θα πρέπει να αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας προς το παιδί σας ώστε να εγκαταλείψει την «εκφοβιστική» συμπεριφορά, θεσπίζοντας κάποιους κανόνες, κατανοητούς σε εκείνο, ώστε να τους ακολουθεί.
Κάθε μη τήρησή τους θα έχει επιπτώσεις, π.χ. δε θα παίζει με τα άλλα παιδιά.
Ποτέ, όμως, δε θα πρέπει να είναι επιθετικές, π.χ. σωματική τιμωρία“, συμβουλεύει η κ. Γκίκα, προσθέτοντας:
“Να είστε κοντά στο παιδί σας συμμετέχοντας σε δραστηριότητες, ελέγχοντας τις παρέες του και τις δραστηριότητές του, συμβουλεύοντάς το και ενισχύοντας τις ικανότητές του με επιβραβεύσεις για τη θετική συμπεριφορά του, όταν αναζητά εναλλακτικούς τρόπους να λύσει τα προβλήματά του“.
Γονείς του παιδιού «Θύμα»
Σε ότι αφορά τους γονείς του παιδιού «θύματος» του εκφοβισμού, θα πρέπει κατ’ αρχάς να αναπτύξετε μια όσο το δυνατόν πιο ζεστή και φιλική σχέση με το παιδί σας.
Να είστε κοντά του και να επιδιώκετε τη συζήτηση μαζί του-από μόνο του μπορεί να μην αναφερθεί στο πρόβλημά του.
Να διδάξετε το παιδί σας να κοιτά στα μάτια τον εκφοβιστή, και να λέει δυνατά:
-“ΑΣΕ ΜΕ ΗΣΥΧΟ”, ή,
-“‘ΚΟΙΤΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ, να φεύγει και να ενημερώνει κάποιον ενήλικα.
Καθησυχάστε το παιδί ότι δε φταίει το ίδιο αν του επιτέθηκαν, ότι δεν είναι δικό του το λάθος.
Σαφώς θα πρέπει να αναφέρετε συγκεκριμένα περιστατικά, στο δάσκαλο, στο διευθυντή του σχολείου, στις αρμόδιες Διευθύνσεις Εκπαίδευσης.
“Μπορείτε επίσης να ζητήσετε στήριξη από τον τοπικό Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων ή άλλες υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης για το παιδί.
Συμβουλευτείτε το παιδί σας να προσέχει σε ποιόν δίνει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου και τη διεύθυνση του email του.
Επιβραβεύστε το, δώστε του ευκαιρίες για να αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες“, καταλήγει η κ. Γκίκα.