Τα διαθλαστικά προβλήματα (η ανάγκη για γυαλιά) είναι τα συχνότερα οφθαλμολογικά προβλήματα των παιδιών της σχολικής ηλικίας.
Τα διαθλαστικά αυτά προβλήματα είναι:
-η μυωπία,
-η υπερμετρωπία και,
-ο αστιγματισμός, ενώ τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπισθούν.
Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν στον έναν μόνο οφθαλμό είναι ακόμα πιο δύσκολη η εντόπισή τους καθώς το παιδί δεν δείχνει σημεία ότι δεν βλέπει καλά.
-Η μυωπία είναι η συχνότερη διαθλαστική ανωμαλία.
“Σ’ αυτήν το παιδί δεν μπορεί να δει καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά ενώ βλέπει καθαρά τα κοντινά του αντικείμενα.
Στη μυωπία, ο προσθιοπίσθιος άξονας του ματιού είναι μακρύτερος του φυσιολογικού και τα αντικείμενα δεν εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή, αλλά μπροστά του“, εξηγεί η κ. Γεωργία Χρούσου, Παιδοοφθαλμίατρος, Διευθύντρια Οφθαλμολογικού Τμήματος Παίδων ΜΗΤΕΡΑ, Καθηγήτρια Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Georgetown, ΗΠΑ
Συχνά το παιδί μισοκλείνει τα μάτια μικραίνοντας τη βλεφαρική σχισμή για να δει καλύτερα μακριά.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχει το παιδί:
-πονοκεφάλους,
-κούραση ματιών και,
-να μη βλέπει τον πίνακα στο σχολείο του (με όλα τα επακόλουθα).
Η μυωπία όπως και τα υπόλοιπα διαθλαστικά σφάλματα, οφείλεται κυρίως σε γενετικούς λόγους.
“Δεν είναι απαραίτητο οι γονείς να έχουν μυωπία για να την αναπτύξει το παιδί, μολονότι εάν ο ένας ή και οι δύο γονείς έχουν μυωπία, οι πιθανότητες να αναπτύξει το παιδί μυωπία είναι αυξημένες“, εξηγεί η κ. Χρούσου.
–Η υπερμετρωπία είναι το αντίθετο της μυωπίας.
Εδώ, ο προσθιοπίσθιος άξονας του ματιού είναι πιο κοντός και τα αντικείμενα και πάλι δεν εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή και φαίνονται θολά.
Κάθε μικρό παιδί έχει κάποιο βαθμό υπερμετρωπίας, γιατί το μήκος του ματιού ενός παιδιού είναι φυσιολογικά μικρότερο από αυτό του ενήλικα.
Η φυσιολογική αυτή υπερμετρωπία μειώνεται με την ηλικία.
“Εάν η υπερμετρωπία του παιδιού όμως είναι μεγαλύτερη της φυσιολογικής, τότε χρειάζονται γυαλιά”, είναι η επισήμανση της κ. Χρούσου.
Χαρακτηριστικό της υπερμετρωπίας είναι ότι:
–τα παιδιά καταφέρνουν και βλέπουν καλά γιατί ενεργοποιούν το μηχανισμό της προσαρμογής του φακού του ματιού.
Εάν δεν φορέσουν, όμως, γυαλιά τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν:
-κούραση των ματιών ,
-πονοκεφάλους ιδιαίτερα με το διάβασμα, καθώς και,
-σε μερικές περιπτώσεις συγκλίνοντα στραβισμό και διπλωπία.
Πολλές φορές, είναι ο στραβισμός που φέρνει τα παιδιά αυτά στον οφθαλμίατρο.
–Ο αστιγματισμός χαρακτηρίζεται από μειωμένη όραση τόσο για μακριά όσο και για κοντά.
Οφείλεται κυρίως στο ότι η διαθλαστική δύναμη του κερατοειδούς δεν είναι η ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς, με αποτέλεσμα η εστίαση των αντικειμένων στον αμφιβληστροειδή να είναι θολή (ο κερατοειδής και ο φακός του ματιού μας είναι τα κύρια διαθλαστικά μέσα που διαθέτει το μάτι για τη σωστή εστίαση / καθαρή όραση).
Ο αστιγματισμός μπορεί να υπάρχει από μόνος του, ή να συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία.
“Και οι τρεις διαθλαστικές ανωμαλίες διορθώνονται μετά την ηλικία των 18 ετών με Laser, αλλά στην παιδική ηλικία μόνο γυαλιά ενδείκνυνται, ενώ οι φακοί επαφής συνιστώνται μετά την ηλικία των 13 ετών.
Η έγκαιρη χορήγηση γυαλιών σε όλες τις περιπτώσεις είναι επιβεβλημένη για τη βελτίωση της όρασης και την αποφυγή αμβλυωπίας (“τεμπέλικο μάτι”)”, είναι η επισήμανση της κ. Χρούσου.
Ιδιαίτερα για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας, τα γυαλιά μπορούν να κάνουν μεγάλη διαφορά στη σωστή λειτουργία τους στο σχολείο.
Τα περισσότερα παιδιά των μικρών τάξεων που χρειάζονται γυαλιά, δεν παραπονιούνται ότι δεν βλέπουν καλά τον πίνακα, με αποτέλεσμα να μένουν πίσω στο σχολικό πρόγραμμα και να γίνονται εσωστρεφή.
“Συνιστάται η εξέταση όλων των παιδιών από οφθαλμίατρο πριν από το νηπιαγωγείο ακόμα και αν δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα όρασης ή οικογενειακό ιστορικό γυαλιών“, καταλήγει η κ. Χρούσου.