Παιδιά χωρίς άσθμα μπορεί να παρουσιάσουν σημαντικό περιορισμό της αναπνευστικής τους λειτουργίας μετά από έντονη άσκηση, ειδικά εκείνα που συμμετέχουν σε σπορ αντοχής όπως το κολύμπι, το τρέξιμο, η ποδηλασία και τα χειμερινά σπορ.
Συμπτώματα και διάγνωση
Η υποψία της διάγνωσης του βρογχόσπασμου του επαγόμενου από άσκηση τίθεται, είτε όταν ένα παιδί παρουσιάζει συμπτώματα μετά από άσκηση όπως:
-βήχα,
-συριγμό,
-αναπνευστική δυσχέρεια,
-συσφιγκτικό άλγος στο στήθος, ή,
-όταν παρουσιάζει κακές επιδόσεις σε σπορ,
-αδυναμία να φτάσει τους συνομήλικούς του και,
-προσπάθεια αποφυγής αθλητικών δραστηριοτήτων.
“Χαρακτηριστικό του βρογχόσπασμου του επαγόμενου από άσκηση είναι η εμφάνιση οξείας απόφραξης των αεραγωγών η οποία εκτιμάται με μία παράμετρο της αναπνευστικής λειτουργίας, την FEV1 (ταχέως εκπνεόμενος όγκος αέρα σε ένα δευτερόλεπτο), της οποίας το peak της πτώσης παρουσιάζεται 5-15 λεπτά μετά τη διακοπή της άσκησης και υποχωρεί μέσα σε 20-40 λεπτά”, αναφέρει η κ. Μόνικα Τσαρτσάλη-Παιδίατρος – Πνευμονολόγος Επιστημονική Σύμβουλος Παίδων ΜΗΤΕΡΑ.
Στο βρογχόσπασμο μετά από άσκηση η FEV1 αυξάνει λίγο κατά τη διάρκεια της άσκησης, 5 λεπτά μετά το τέλος της παρουσιάζει τη χαμηλότερη τιμή της και στη συνέχεια επανέρχεται σταδιακά στα προ άσκησης επίπεδα 20 λεπτά αργότερα.
Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με τη διενέργεια μίας στανταρισμένης δοκιμασίας άσκησης κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώνονται μεταβολές στην αναπνευστική λειτουργία.
Η εκτίμηση της βαρύτητας γίνεται από την πτώση της FEV1 μετά την άσκηση και:
-είναι ήπια όταν η πτώση είναι 10-25%,
-μέτρια όταν είναι 25-50% και,
-σοβαρή όταν είναι >50%.
Αντιμετώπιση
Όσον αφορά στη θεραπεία του βρογχόσπασμου μετά από άσκηση αυτή διακρίνεται σε φαρμακευτική (θεραπεία που χορηγείται πριν από την άσκηση και μακροχρόνια προφυλακτική θεραπεία) και μη φαρμακευτική θεραπεία.
“Στα μη φαρμακολογικά μέσα προτείνεται το ζέσταμα πριν την άσκηση, η αναπνοή από τη μύτη, η χρήση μάσκας όταν η άσκηση γίνεται σε ψυχρό περιβάλλον και η αποφυγή έντονης δραστηριότητας όταν υπάρχει αυξημένο φορτίο αλλεγιογόνων, εξαιρετικά ψυχρό περιβάλλον ή πρόσφατη ιογενής λοίμωξη“, λέει η κ. Τσαρτσάλη.
-Αθλήματα που συστήνονται σε παιδιά με άσθμα
Ασθενείς με άσθμα που δεν αντιμετωπίζεται σωστά, αναμένεται να παρουσιάσουν συμπτώματα με την έναρξη οποιασδήποτε αθλητικής δραστηριότητας.
Με τη λήψη της κατάλληλης προφυλακτικής αγωγής για τον έλεγχο του άσθματος η άσκηση μπορεί να είναι ασφαλής και καλά ανεκτή.
Αθλήματα αντοχής και χειμερινά αθλήματα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για βρογχόσπασμο επαγόμενο από άσκηση.
“Φαίνεται ότι η μακράς διάρκειας έντονη άσκηση και οι χαμηλές θερμοκρασίες στο περιβάλλον προκαλούν στους αθλητές αυτούς πιο έντονες μεταβολές στους αεραγωγούς“, εξηγεί η κ. Τσαρτσάλη.
-Σπορ με χαμηλό κίνδυνο βρογχόσπασμου είναι εκείνα στα οποία η προσπάθεια είναι μικρής διάρκειας (< 5-8 λεπτά) και δεν καταλήγει σε υψηλά επίπεδα αερισμού.
–Μεσαίου κινδύνου σπορ είναι τα ομαδικά αθλήματα γενικά, στα οποία η εναλλαγή αερόβιας και αναερόβιας φάσης, όπως επίσης και οι βραχείες σχετικά περίοδοι υψηλής έντασης άσκησης (συνήθως <5-8 λεπτά) οδηγούν σε μικρότερο κίνδυνο βρογχόσπασμου.
Όσον αφορά στην κολύμβηση, είχε αρχικά θεωρηθεί ως μία ασφαλής αθλητική δραστηριότητα για παιδιά με άσθμα.
Τα αποτελέσματα μελετών είναι αντικρουόμενα.
Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η επανειλημμένη έκθεση σε πισίνες χλωρίου πριν από την ηλικία των 7 ετών αυξάνει τον κίνδυνο άσθματος στην εφηβική ηλικία, ενώ άλλες που έχουν παρακολουθήσει παιδιά από τη γέννηση τους έως την ηλικία των 10 ετών συσχέτισαν την έκθεση σε πισίνα με καλύτερη αναπνευστική λειτουργία και μικρότερο κίνδυνο ασθματικών συμπτωμάτων.
Θετική επίδραση της άσκησης στο άσθμα
Υπάρχει μία σχέση δόσης αποτελέσματος ανάμεσα στην ένταση της αθλητικής δραστηριότητας και τον κίνδυνο εμφάνισης βρογχόσπασμου επαγόμενου από άσκηση.
Η μέτριας έντασης άσκηση έχει μικρότερο κίνδυνο άσθματος συγκριτικά με την υψηλής έντασης άσκηση.
“Από την άλλη πλευρά φαίνεται ότι οι ασθενείς με άσθμα μπορούν με την άσκηση να πετύχουν βελτίωση της αντοχής τους, του χρόνου αερόβιας άσκησης, βελτίωση της αναπνευστικής τους λειτουργίας, μείωση της συχνότητας των παροξυσμών, μείωση των νυκτερινών συμπτωμάτων και καλύτερη ποιότητα ζωής“, καταλήγει η κ. Τσαρτσάλη.