Υψηλά – αλλά εντός του φυσιολογικού εύρους – σωματικό βάρος και επίπεδα γλυκόζης νηστείας στα παιδιά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη του κινδύνου ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 στην ενηλικίωση, σύμφωνα με μια προοπτική διαχρονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Diabetes Care”.
Για αυτήν τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από 7 διαφορετικές μακροχρόνιες μελέτες, σε 3 ηπείρους, όπου παιδιά και έφηβοι, ηλικίας 3 έως 19 ετών, εντάχθηκαν από το 1970 έως το 1990 για βασική αξιολόγηση.
Συνολικά 6.738 συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν μέχρι την περίοδο 2015 έως το 2019.
Η πλειονότητα των συμμετεχόντων στη μελέτη (93,5%) δεν εμφάνισε διαβήτη τύπου 2 στο τέλος της παρακολούθησης.
Οι συμμετέχοντες που εμφάνισαν διαβήτη τύπου 2 ήταν σημαντικά μεγαλύτεροι (μέσος όρος 48,0 έναντι 43,8 ετών), και οι περισσότεροι ήταν γυναίκες.
Μετά την προσαρμογή για συνύπαρξη άλλων επιβαρυντικών παραγόντων, η ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 συσχετίστηκε σημαντικά με το παιδικό σωματικό βάρος (σχετικός κίνδυνος: 1,55) και το επίπεδο γλυκόζης (σχετικός κίνδυνος: 1,24) και ο συνδυασμός σωματικού βάρους και γλυκόζης νηστείας ήταν ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 (σχετικός κίνδυνος: 1,87).
Επίσης τα επίπεδα ινσουλίνης συσχετίστηκαν με ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2 (σχετικός κίνδυνος: 1,34) και προσθέτοντας την ινσουλίνη στο βάρος και τη γλυκόζη, ο σχετικός κίνδυνος έγινε 2,38.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι σωματικό βάρος και γλυκόζη αίματος στην παιδική ηλικία μπορεί να προβλέψουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στους ενήλικες, παρόλο που αυτά τα επικίνδυνα επίπεδα εμπίπτουν στις τρέχουσες φυσιολογικές τιμές.