Εμφανίζεται τον 1ο-2ο μήνα ζωής και πρακτικά υποχωρεί όταν το παιδί απαλλαγεί από τα σπάργανα (πάνες).
Έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα της στην ηλικία 8- 12 μηνών.
Πρόκειται για ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής και οφείλεται σε πολλά τοπικά αίτια.
Η τριβή με την πάνα και η συνεχής διαβροχή του δέρματός του μωρού με ούρα, προκαλούν λύση της συνέχειας του δέρματος και το καθιστούν ευάλωτο σε ερεθιστικές ουσίες όπως είναι η αμμωνία των ούρων, οι πρωτεάσες, οι λιπάσες και τα χολικά άλατα των κοπράνων.
Η αμμωνία που παράγεται από την ουρία των ούρων με βακτηριδιακές ουρεάσες που φυσιολογικά βρίσκονται στα κόπρανα, αλκαλοποιεί το περιβάλλον, με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται οι πρωτεάσες και λιπάσες που φυσιολογικά είναι ανενεργείς.
Έτσι το μείγμα κοπράνων ούρων ερεθίζει περισσότερο το δέρμα από ότι τα ούρα ή τα κόπρανα μεμονωμένα.
Οι λιπάσες των κοπράνων ενεργοποιούνται επίσης σε διάρροια και χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα.
Η δερματίτιδα από σπάργανα
Η δερματίτιδα από σπάργανα εντοπίζεται στην περιγεννητική περιοχή όπου τα σπάργανα έρχονται σε άμεση επαφή με το δέρμα (εφήβαιο, έξω γεννητικά όργανα, γλουτοί).
Οι βουβωνικές πτυχές μένουν ελεύθερες.
Όταν υπάρχει επιμόλυνση από μονίλια οι βλάβες επεκτείνονται στις βουβωνικές πτυχές και την έσω επιφάνεια των μηρών, δορυφορικά δε προς τις πλάκες αναπτύσσονται βλατίδες και φλυκταινίδια.
Σπανιότερα η περιοχή μπορεί να επιμολυνθεί απο χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, επιδερμιδικό σταφυλόκοκκο, στρεπτόκοκκο ή εντεροκόκκο.
Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν επιπολής εξελκώσεις με οροκιτρινωπό έκκριμα και σπάνια φυσαλίδες.
Η δερματίτιδα από σπάργανα πρέπει να διακρίνεται από:
-τη σμηγματορροϊκή δερματίτιδα,
-την ατοπική δερματίτιδα,
-το παράτριμμα,
-τη μονιλίαση των καμπτικών επιφανειών,
-την αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής και σπάνια,
-απο την εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα και την ιστιοκυττάρωση.
H εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα xαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα που εντοπίζεται γύρω από τα στόμια του σώματος (περιπρωκτικά, περιστοματικά, περιοφθαλμικά), τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, από χρόνια διάρροια, φωτοφοβία, αλωπεκία, ευαισθησία στις λοιμώξεις.
Κληρονομείται με υπολειπόμενο σωματικό χαρακτήρα και οφείλεται σε μετάλλαξη γονιδίου SLC39A4 στο χρωμόσωμα 8q24.3 που κωδικοποιεί την πρωτεϊνη φορέα του ψευδαργύρου απο τον ειλεό στην κυκλοφορία.
Τα επίπεδα του Zn πλάσματος είναι < 50μg/dl.
Η εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα είναι εξαιρετικά σπάνια νόσος με επίπτωση 1: 500 χιλ. πληθυσμού.
Σχετικά συχνά όμως απαντά η δευτεροπαθής ανεπάρκεια ψευδαργύρου (π.χ. σε χρόνια διάρροια, ινοκυστική νόσο ή προωρότητα).
Αντιμετώπιση
Αντιμετωπίζεται με χορήγηση από του στόματος θειϊκού ή γλυκονικού Zn στην μεν νόσο εφ’ όρου ζωής,
–στην δε δευτεροπαθή ανεπάρκεια για όσο διάστημα διαρκεί το πρόβλημα.
Στην ιστιοκυττάρωση Χ οι βλάβες περιλαμβάνουν αιμορραγικά στοιχεία και κιτρινωπές ή καφεοειδείς βλατίδες.
Συνυπάρχουν ηπατοσπληνομεγαλία και αιματολογικές διαταραχές.
Πρόληψη δερματίτιδας
Για την πρόληψη της δερματίτιδας από σπάργανα συνιστώνται συχνή αλλαγή των σπαργάνων, σχολαστικός καθαρισμός του δέρματος, προσεκτικό σκούπισμα ώστε το δέρμα να μη μένει υγρό και επάλειψη της περιοχής με κρέμα/αλοιφή αποφρακτικού τύπου (π.χ. zinc oxide, petrolatum, cod liver oil, dimethicone, lanolin).
Τα σκευάσματα αυτά θεωρείται ότι όχι μόνο προστατεύουν το δέρμα στο να μην έρχεται σε επαφή με τα κόπρανα και τα ούρα αλλά και αντιμετωπίζουν ήπιους ερεθισμούς.
Τα σπάργανα πρέπει να είναι μαλακά και απορροφητικά.
Οι υπεραπορροφητικές πάνες μιας χρήσης, που περιέχουν στον πυρήνα τους ειδικό ζελατινώδες υλικό, υπερτερούν των άλλων γιατί έχουν μεγάλη απορροφητικότητα, και διατηρούν το δέρμα περισσότερο στεγνό.
Αντιμετώπιση
Όταν εμφανιστεί δερματίτιδα η αντιμετώπιση εξαρτάται από την κλινική εικόνα της βλάβης.
Αν οι βλάβες υγρώσσουν συνιστώνται κομπρέσες ή ψεκασμοί με φυσιολογικό ορό μέχρις ότου στεγνώσει η περιοχή.
Πολλές φορές αυτό αρκεί για να υποχωρήσει και ο ερεθισμός.
Όταν στεγνώσουν οι βλάβες αλλά η ερυθρότητα παραμένει, εφαρμόζεται κρέμα που περιέχει αντιφλεγμονώδες – αντιμονιλιασικό φάρμακο (π.χ. miconazole + hydrocortisone 1% κρέμα) σε σχήμα προοδευτικής μείωσης.
Προτιμάται ο συνδιασμός αντιφλεγμονώδες – αντιμονιλιασικό για αποφυγή μονιλιασικής επιμόλυνσης.
Αν ήδη υπάρχει κλινικά μονιλιασική επιμόλυνση τότε χορηγείται αρχικά τοπικό αντιμυκητιασικό μόνο ή σε συνδιασμό με από του στόματος αν η μονιλιασική επιμόλυνση είναι εκτεταμένη (πχ νυστατίνη 100,000 μονάδες κάθε 6 ώρες για μία εβδομάδα) ώστε να υποχωρήσει ο μύκητας και στη συνέχεια τοπικά αντιφλεγμονώδες – αντιμονιλιασικό για να υποχωρήσει η φλεγμονή.
Τάλια Τσιβιτανίδου Κάκουρου
Παιδίατρος-παιδοδερματολόγος
Σύμβουλος παιδοδερματολογίας Α’ Παιδ. Κλιν. Παν/μίου Αθηνών
τ. Πρόεδρος Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Δερματολογίας