Καθημερινά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μας φέρνουν αντιμέτωπους με ποικίλα περιστατικά κοινωνικής βίας.
Κλοπές, τρομοκρατικά χτυπήματα, βανδαλισμοί, συμπλοκές, οικογενειακές τραγωδίες.
Πολλά περιστατικά, με διαφορετικές μορφές εκτέλεσης, και κοινό παρονομαστή ένα φαινόμενο που εξελίσσεται ραγδαία και είτε ως θύματα, μάρτυρες ή παρατηρητές, μας επηρεάζει άμεσα.
Είναι μία υπαρκτή κοινωνική συνθήκη, κατά την οποία, όποιος και αν είναι ο ρόλος και η θέση του ατόμου στο συμβάν, κατακλύζεται και κυριαρχείται από το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας.
Είναι μία συλλογική συνθήκη η οποία μας αφορά, μας επηρεάζει και ως ένα βαθμό μας καθορίζει όλους ως κοινωνικό σύνολο.
«Για να αντιληφθούμε την κοινωνική βία ως φαινόμενο, πρέπει να απομονώσουμε την προσοχή μας από τα επαναπαυτικά κλισέ, τόσο εκείνα που ταυτίζουν τους νέους με τη βία, όσο και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις», λέει η Μαρία Φούντα Ψυχοθεραπευτής Παιδοψυχολογία & Ψυχολογία Εφήβου.
Επισημαίνει δε, πως «είναι σύνηθες να απομονώνουμε τα περιστατικά και να βάζουμε το εαυτό μας σε μία θέση παρατηρητή – κριτή θεωρώντας ότι όχι μόνο δεν μας αφορά άμεσα, αλλά δεν έχουμε και καμία προσωπική ευθύνη στην κατανόηση και στην εξέλιξη του φαινομένου».
Αντικοινωνικές συμπεριφορές
Με τον όρο αντικοινωνικές συμπεριφορές περιγράφουμε τις επιθετικές, όχι όμως υποχρεωτικά εγκληματικές συμπεριφορές.
Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να τις αντιμετωπίσουμε ως μία πράξη εξέγερσης από μέρους των δραστών, οι οποίοι είναι αντιμέτωποι με τις δικές τους εσωτερικές και ανεπίλυτες διαμάχες, οι οποίες προβάλλονται στο κοινωνικό σύστημα, ως όλο.
Η «εξέλιξη» των αντικοινωνικών συμπεριφορών
Κάνοντας μια ανασκόπηση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, είναι θεμιτό να αναγνωρίσουμε και να αναφέρουμε τα διαρθρωτικά αίτια που συνδέονται με την ανάπτυξη του ατόμου.
Στα παιδιά κάτω των 13 ετών, οι μικροκλοπές και άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές μοιάζουν με παιχνίδι.
Πρόκειται για ένα βραχυπρόθεσμο συμβάν, που αποκτά χαρακτήρα διερεύνησης και μύησης στους κόλπους μίας ομάδας συνομηλίκων.
Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά προσπαθούν να ελέγξουν αρχικά τον κόσμο που τα περιβάλλει και εν συνεχεία τον ίδιο τους τον εαυτό.
Προκαλώντας μία κοινωνική αντίδραση μέσα από προκλητικές και επικίνδυνες συμπεριφορές, διερευνούν τα προσωπικά τους όρια.
Ουσιαστικά προσπαθούν να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν.
Εάν δεν βρεθεί κάποιος ενήλικας να τους οριοθετήσει και να τους δώσει την κατάλληλη απάντηση ή αν δεν λάβουν καμία οριοθέτηση – απάντηση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να προκαλέσουν, να χτυπήσουν ή να φωνάξουν πιο δυνατά, να κάνουν μεγαλύτερο κακό και να διακινδυνέψουν ακόμα περισσότερο καθώς δεν είναι σε θέση από μόνα τους να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ασφαλείας και να κινηθούν μέσα σε αυτό.
Στην εφηβεία
Στην εφηβεία, δεν έχει πλέον τη μορφή του παιχνιδιού, αλλάζει και ερχόμαστε να μιλήσουμε για διερεύνηση των κοινωνικών κανόνων του παιχνιδιού.
Σε αυτό το ηλικιακό πλαίσιο, το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό να είναι συντονισμένο και να συμβαδίζει με τις ανάγκες και τις συμπεριφορές του εφήβου, καθώς οι απαντήσεις, η οριοθέτηση των συμπεριφορών και το πλαίσιο γύρω από το οποίο κινείται ο έφηβος και λαμβάνει ερεθίσματα, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, έως και καθοριστικά.
«Ο λόγος είναι, επειδή οι έφηβοι αισθάνονται αβέβαιοι για την ταυτότητα τους και διακατέχονται από υπαρξιακές ανησυχίες.
Έχουν ανάγκη να ανήκουν σε ένα σύνολο για να νιώθουν επαρκείς.
Η αναγνώριση και η αποδοχή των συνομηλίκων είναι σημαντική για εκείνους.
Εάν λοιπόν τα μοντέλα των ομάδων που κινούνται είναι ανεπαρκή ή υπερβολικά περίπλοκα, τους δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε έναν κόσμο χωρίς κοινωνικούς κανόνες και συνέπειες», είναι η επισήμανση της κ. Φούντα, προσθέτοντας:
«Όμως, για να αποκτήσει παθολογικό χαρακτήρα, μία συμπεριφορά, διαρθρωτικής αρχικά φύσης, θα πρέπει να προαναγγέλλεται από πρόδρομα συμπτώματα.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει στην πλειοψηφία του, την ύπαρξη ιστορικού διαταραχών συμπεριφοράς πριν από την ηλικία των 15 ετών, που εκδηλώνονται με φυγή, κλοπές, συνεχή ψέματα κλπ.»
Εάν οι περισσότερες συμπεριφορές αυτού του τύπου δεν αναγνωριστούν άμεσα από το περιβάλλον και συνεχιστούν και μετά την ενηλικίωση, ο νέος είναι πολύ πιθανό να παρουσιάσει ένα προφίλ αντικοινωνικής προσωπικότητας.
Τα θύματα των επιθέσεων
Στην πλειοψηφία τους, τα θύματα των επιθέσεων διακατέχονται τρόμο, φόβο και ανασφάλεια.
Αυτά τα έντονα συναισθήματα διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και για μήνες.
Η ένταση και η διάρκεια τους ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα του συμβάντος. Η τραυματική εμπειρία που αντιμετώπισαν, μπορεί να βιωθεί ξανά με ποικίλους τρόπους.
«Μερικά άτομα αναφέρουν οξυθυμία, κρίσεις θυμού ή δυσκολία συγκέντρωσης ή διεκπεραίωσης των καθηκόντων τους, δυσκολία προσαρμογής και επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο και επιστροφής στους πρότερους ρυθμούς» εξηγεί η κ. Φούντα.
Τι κάνουμε σε περίπτωση στρες μετά από μία επίθεση;
Όταν ένα άτομο έχει βιώσει μία έντονη κατάσταση. στρες, τα συμπτώματα εκδηλώνονται μέσα στις πρώτες τέσσερις εβδομάδες μετά το συμβάν και εξαφανίζονται περίπου στο ίδιο χρονικό διάστημα, αναλόγως της σοβαρότητας του συμβάντος και της ψυχικής κατάστασης του ατόμου.
«Υπάρχει κίνδυνος το θύμα να αναπτύξει κάποια διαταραχή προσαρμογής, να περιπέσει σε μεγάλη κατάθλιψη ή σε μια κατάσταση μετατραυματικού στρες.
Σε κάθε περίπτωση το θύμα θα πρέπει να συμβουλευτεί έναν ειδικό ψυχικής υγείας εάν νιώθει ότι δυσφορεί και δεν είναι σε θέση να νιώσει ασφάλεια στο υποστηρικτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει», αναφέρει η κ. Φούντα.
Η συλλογική ευθύνη απέναντι στο αίσθημα αβεβαιότητας
Τις περισσότερες φορές, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές δεν έχουν άμεσες συνέπειες εκτός από κάποια δυσφορία και ανησυχία.
Όταν όμως συσσωρεύονται, οι συμπεριφορές αυτές διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που επιδεινώνει την κατάσταση.
Πρέπει λοιπόν να εντοπίσουμε τα συμπτώματα αυτής της τάσης, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παρεκτροπές, προτού πάρουν τις διαστάσεις μιας ευρύτερης και πιο νόμιμης βίας.
Αδυναμία ανάληψης ευθυνών
«Η επικρατούσα αντίληψη ότι οι αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι πανταχού παρούσες και εξαπλώνονται τόσο εύκολα, επειδή κατά βάθος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτές, υποδηλώνει την αδυναμία ανάληψης ευθυνών επί του κοινωνικού συνόλου, μέσα από την οικογένεια και τα πλαίσια εκπαίδευσης.
Λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, καθιστώντας τους εαυτούς μας αδύναμους να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν το κάθε συμβάν.
Αποποιούμαστε των ευθυνών έναντι του κοινωνικού συνόλου, μέσα από τις ευθύνες και τις συμπεριφορές μας και το εκάστοτε αξιακό σύστημα που υιοθετούμε» αναφέρει η ψυχολόγος, ενώ παράλληλα αναφέρει αυτό, που οι περισσότεροι δεν θέλουν ν ακούσουν:
Η συνολική ευθύνη
«Η ευθύνη είναι συνολική και ο καλύτερος τρόπος για να μην αφήσουμε την κατάσταση να επιδεινωθεί είναι, να καταφύγουμε στον διάλογο και να κατανοήσουμε ανοιχτά τα προβλήματα.
Το κοινωνικό σύνολο έρχεται σε σχάση με πολλαπλές συνειδητές ή ασυνείδητες ταυτίσεις είτε με τον θύτη είτε με το θύμα».
Σε κάθε περίπτωση, στο οικογενειακό περιβάλλον, στο σχολείο, στον δρόμο, πρέπει να υπάρχει μια άμεση αντίδραση που θα υπενθυμίζει τον κανόνα που μόλις παραβιάστηκε, και θα ενισχύσει την ενσυναίσθηση στο πρόσωπο τόσο των θυμάτων όσο και των θυτών και στην άμεση υποστήριξη τους.