Μεταξύ των εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της κύησης συμπεριλαμβάνεται και η μηνιαία εργαστηριακή μέτρηση της γλυκόζης αίματος.
Αυτό γίνεται προκειμένου να διαγνωσθεί έγκαιρα ενδεχόμενη διαταραχή της γλυκαιμίας (επίπεδο σακχάρου στο αίμα).
Εάν οι προαναφερθείσες τιμές της γλυκόζης αίματος είναι εντός φυσιολογιών ορίων, οι έγκυες γυναίκες υποβάλλονται σε καμπύλη ανοχής στη γλυκόζη μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης.
“Ωστόσο, όταν διαπιστώνονται παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη κύησης, συνιστούμε συνήθως ο προσυμπτωματικός έλεγχος να γίνεται στα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης — συνήθως το πρώτο τρίμηνο“, αναφέρει η Δρ. Γιούλη Αργυρακοπούλου – Παθολογικό Ιατρείο Αθηνών, Παθολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθύντρια Διαβητολογικής Μονάδας, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;
- Αυξημένο σωματικό βάρος (δείκτης μάζας σώματος πάνω από 30kg/m2).
- Ηλικία άνω των 35 ετών.
- Γέννηση προηγούμενου νεογνού με βάρος πάνω από 4 κιλά.
- Οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
- Ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη κύησης
- Ιστορικό πολυκυστικών ωοθηκών
Οι γυναίκες που έχουν ορισμένους από αυτούς τους παράγοντες συχνά κάνουν τον έλεγχο νωρίτερα.
“Όταν ο προσυμπτωματικός έλεγχος γίνει νωρίτερα και είναι εντός φυσιολογικών ορίων, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται εκ νέου μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης, όταν η αντίσταση στην ινσουλίνη, λόγω των παραγόμενων ορμονών από τον πλακούντα, βρίσκεται στο μέγιστο“, εξηγεί η κ. Αργυρακοπούλου, προσθέτοντας:
“Ο πλακούντας είναι το όργανο που συνδέει με το μωρό με τη μητέρα, συμβάλλοντας στη θρέψη του καθώς αναπτύσσεται.
Ορισμένες από τις ορμόνες που παράγονται στον πλακούντα λειτουργούν ενάντια στη δράση της ινσουλίνης που παράγεται.
Καθώς μεγαλώνει ο πλακούντας, μεγαλώνει και η «αντίσταση στην ινσουλίνη»”.
Σε ορισμένες γυναίκες, αυτή η αλλαγή αρκεί για να προκαλέσει την αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και ως εκ τούτου να εκδηλώσουν σακχαρώδη διαβήτη κύησης.
Πώς μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη κύησης;
- Μέσω της υιοθέτησης πιο υγιεινών επιλογών στη διατροφή (περιορισμός της κατανάλωσης ζάχαρης και επεξεργασμένων υδατανθράκων όπως λευκό ψωμί, λευκό ρύζι, ζυμαρικά) και της προσθήκης περισσότερων ινών στη διατροφή όπως φρούτα και λαχανικά, προϊόντα ολικής άλεσης, ξηροί καρποί.
- Μέσω της αύξησης της σωματικής άσκησης όπως χαμηλής έντασης ασκήσεις, περπάτημα, κολύμβηση, γιόγκα κ.α. (εφόσον αυτές επιτρέπονται από τον μαιευτήρα).
Τι γίνεται αν γίνει διάγνωση σακχαρώδης διαβήτης κύησης;
Στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης, η έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας δεν επαρκεί για τη διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων γλυκόζης και έτσι η επιπλέον γλυκόζη δια μέσου του πλακούντα διέρχεται και προς το έμβρυο, το οποίο και θα την αποθηκεύει ως λιπώδη ιστό.
“Ανάλογα με τα επίπεδα σακχάρου της μητέρας, η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει τη δίαιτα και την άσκηση καθώς και τη χορήγηση ινσουλίνης.
Μεταξύ των πιθανών εκβάσεων συγκαταλέγεται η γέννηση ενός μεγάλου βρέφους, οι αυξημένες πιθανότητες καισαρικής τομής και ένας ελαφρώς μεγαλύτερος κίνδυνος εμβρυακού και νεογνικού θανάτου“, επισημαίνει η κ. Αργυρακοπούλου.
Τα μωρά που γεννιούνται από μητέρες με σακχαρώδη διαβήτη χρειάζονται παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα τους μετά τη γέννηση, λόγω της πιθανότητας να εμφανίσουν χαμηλά επίπεδά σακχάρου στο αίμα.
Στις περισσότερες γυναίκες (9 στις 10), το σάκχαρο στο αίμα επιστρέφει στα φυσιολογικά επίπεδα μετά τον τοκετό, αλλά χρειάζεται περιοδικός έλεγχος (νέος έλεγχος εντός τριμήνου και ανά έτος μετά τον τοκετό).
Περίπου το 10% των γυναικών με σακχαρώδη διαβήτη κύησης έχουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 χωρίς να το γνωρίζουν.
“Όταν μία γυναίκα εμφανίσει σακχαρώδη διαβήτη κύησης, έχει και μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή της (περίπου οι μισές γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στα επόμενα χρόνια).
Επομένως, είναι σημαντικό να γίνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής με τροποποίηση της διατροφής, συστηματικής άσκησης και διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους“, καταλήγει η κ. Αργυρακοπούλου.