Η εφαρμογή μέτρων lockdown για τον περιορισμό της εξάπλωσης του SARS-CoV-2 επιβαρύνει περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας που διεξήχθη στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία.
Η σημαντικότερη επίπτωση από τα lockdown ήταν η αύξηση στα συμπτώματα χρονίου πόνου σε πληθυσμιακό επίπεδο, η οποία ωστόσο εντοπίστηκε περισσότερο στις γυναίκες, όπως διαπιστώθηκε.
Η μελέτη που κατέληξε στα παραπάνω συμπεράσματα παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο του European Society of Anaesthesiology and Intensive Care (ESAIC), το οποίο διεξήχθη διαδικτυακά φέτος εξ’ αιτίας της πανδημίας.
Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα της μελέτης, η διαφορά αυτή μπορεί να αποδοθεί πιθανώς στις περισσότερες ευθύνες, αλλά και στη μεγαλύτερη συναισθηματική απόκριση που παρουσίασαν οι γυναίκες στην πανδημία της COVID-19.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι στις περιόδους έντονου άγχους, όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου ή τις ημέρες μετά από μία τρομοκρατική επίθεση, τα ποσοστά χρονίου πόνου αυξάνονται στην κοινότητα.
Κατά τη διάρκεια των lockdown για την COVID-19, αρκετοί ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες αντιμετώπισαν:
-μοναξιά,
-κοινωνική απομόνωση,
-έντονο άγχος, καθώς και,
-οικονομικά προβλήματα.
Οι παραπάνω παράγοντες επιβάρυναν τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική υγεία των ατόμων αυτών.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει τις διαταραχές χρονίου πόνου αναδεικνύοντας παράλληλα ορισμένες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα», αναφέρει η επικεφαλής της έρευνας Dr Kordula Lang-Illievich, από το Πανεπιστήμιο του Graz στην Αυστρία.
«Καθώς περίπου το 20% του πληθυσμού της Ευρώπης αντιμετωπίζει χρόνιο πόνο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως επηρεάζονται οι παραπάνω ασθενείς από την πανδημία, αναπτύσσοντας παράλληλα στρατηγικές για την αντιμετώπιση του συμπτώματος αυτού, ιδιαίτερα στις γυναίκες», πρόσθεσε.
Θέλοντας να εξερευνήσουν τις επιδράσεις των lockdown της COVID-19 στους ασθενείς με χρόνιο πόνο, οι επιστήμονες μοίρασαν ερωτηματολόγια σε ενήλικες που συμμετείχαν σε ομάδες υποστήριξης για τη διαχείριση του χρονίου πόνου.
Οι εθελοντές ρωτήθηκαν σχετικά με τη σοβαρότητα του άλγους που αντιμετωπίζουν (σε μία κλίμακα από το 0 έως το 100) τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των lockdown.
Στα ερωτηματολόγια υπήρχαν επίσης ερωτήσεις σχετικά με τα φάρμακα που έπαιρναν, τη φυσική άσκηση, την κοινωνική τους ζωή, αλλά και την ψυχική υγεία.
-Συνολικά 579 εθελοντές (138 άνδρες και 441 γυναίκες) συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια στο διάστημα από 1 μέχρι 15 Ιουλίου του 2020.
-Η μέση ηλικία τους ήταν τα 42 χρόνια,
-το 56% ήταν από τη Γερμανία,
-το 33% από την Αυστρία και,
-το 11% από την Ελβετία.
Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν στο χρόνιο πόνο ως σύμπτωμα και εξέτασαν πως μεταβλήθηκε πριν και μετά την εφαρμογή των μέτρων lockdown.
Όπως διαπίστωσαν, η σοβαρότητα του χρονίου πόνου αυξήθηκε σημαντικά στις γυναίκες κατά τη διάρκεια του 1ου lockdown ,συγκριτικά με την ένταση του συμπτώματος αυτού κατά την περίοδο πριν την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων.
Συγκεκριμένα, τα επίπεδα του χρονίου πόνου ήταν παρόμοια ανάμεσα στα δύο φύλα πριν τα lockdown στην κλίμακα που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες (46.5/100 για τους άνδρες και 45/100 για τις γυναίκες), οι γυναίκες σημείωσαν μεγαλύτερη αύξηση στο σύμπτωμα αυτό μετά την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων (+3.9 για τις γυναίκες και +0.8 για τους άνδρες).
«Αν και βλέπουμε ότι η σοβαρότητα του χρονίου πόνου ήταν συγκρίσιμη ανάμεσα στα δύο φύλα πριν την πανδημία της COVID-19, από τα δεδομένα μας φαίνεται ότι το σύμπτωμα αυτό επιδεινώθηκε περισσότερο στις γυναίκες κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown», ανέφερε η Lang-Illievich.
«Αυτό αποτελεί ένδειξη της μεγαλύτερης επιβάρυνσης που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες εξ’ αιτίας των lockdown, η οποία αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες όπως οι αυξημένες ευθύνες, η ενδοοικογενειακή βία και τα αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους σε αυτό το φύλο.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν συνδεθεί με επιδείνωση του χρονίου πόνου», πρόσθεσε.
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι συμμετείχαν σε αυτή περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες, εκ των οποίων αρκετοί ήταν άγαμοι.
Επίσης, η χρήση ερωτηματολογίων σίγουρα δεν αποτελεί ιδανική προσέγγιση για μελέτες αυτού του είδους.
Τέλος, η έρευνα εξέτασε μόνο Γερμανόφωνες χώρες, επομένως οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι ενδεχομένως τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευθούν και σε πληθυσμούς άλλων χωρών.