Οι διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου είναι ένα πολύ συνηθισμένο πρόβλημα που αφορά από νεαρά κορίτσια που μόλις ξεκίνησε η περίοδός τους, μέχρι και γυναίκες που πλησιάζουν την εμμηνόπαυση.
Αρκετές φορές οι διαταραχές αυτές αφορούν τη συχνότητα του κύκλου.
Είναι συνηθισμένο σε μια γυναίκα να έρθει η περίοδός της δέκα ημέρες νωρίτερα, ή και να χάσει έναν κύκλο (συνήθως κάποιον καλοκαιρινό μήνα ή σε μια περίοδο έντονου στρες).
Ωστόσο, όταν διαταραχθεί μόνιμα η αρμονία στη περιοδικότητα του κύκλου, τότε θα πρέπει να γίνει διερεύνηση, η οποία τις περισσότερες φορές φανερώνει μια ορμονική δυσλειτουργία, κάτι που δεν είναι δύσκολο να επιλυθεί.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι διαταραχές της περιόδου αφορούν την ποσότητα του αίματος και τη διάρκειά της, τα πράγματα είναι διαφορετικά και η διερεύνηση θα πρέπει να εστιάζεται κυρίως σε ανατομικές ανωμαλίες.
Ο διαγνωστικός σύμμαχος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το κολπικό υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία.
Η παθολογία μπορεί να είναι ξεκάθαρη και να βρεθούν τυπικές ανωμαλίες, όπως πολύποδας ενδομητρίου και ινομυώματα.
Πολλές φορές, όμως, η διερεύνηση μπορεί να μην οδηγήσει σε σαφή παθολογία και το πρόβλημα να παραμένει αδιάγνωστο.
Η λάθος τακτική θα ήταν να δοθεί ένα θεραπευτικό σχήμα χωρίς σαφή διάγνωση.
Η εξέταση
Η ασφαλέστερη οδός σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η υστεροσκόπηση.
Η υστεροσκόπηση είναι μια διαδικασία που επιτρέπει στον ενδοσκοπικό χειρουργό να δει μέσα στον τράχηλο και στην κοιλότητα της μήτρας.
Αυτό γίνεται με τη χρήση του υστεροσκοπίου, που είναι ένας λεπτός σωλήνας (με διάμετρο από 3 έως 10 χιλιοστά) με κάμερα και φως.
Η εισαγωγή του υστεροσκοπίου δεν απαιτεί χειρουργικές τομές, αφού γίνεται από φυσιολογικές οπές του σώματος, τον κόλπο και τον τράχηλο της μήτρας.
Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του ενδομητρίου είναι σχετικά υψηλή όταν παρουσιάζονται συμπτώματα, όπως μεγάλη ή και συχνή περίοδος σε γυναίκες που βρίσκονται στο ανώτερο άκρο της αναπαραγωγικής τους ηλικίας (γυναίκες άνω των 40 ετών) σε σύγκριση με νεαρότερες ηλικίες.
Σε αυτές τις περιπτώσεις και σύμφωνα πάντα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ο ρόλος της υστεροσκόπησης είναι κυρίαρχος και αυτό γιατί η εναλλακτική μέθοδος, που είναι η διαγνωστική απόξεση, έχει χαμηλότερη διαγνωστική ευκρίνεια.
Μέσα από το υστεροσκόπιο μπορεί να γίνει και εισαγωγή εργαλείων με σκοπό την αφαίρεση πολύποδα ή ινομυώματος ή τη λήψη βιοψίας και αυτά γίνονται υπό την οπτική καθοδήγηση της κάμερας.
Ενώ, αντίθετα, η απόξεση του ενδομητρίου είναι μια τυφλή μέθοδος, διότι δεν υπάρχει απεικόνιση.
Εάν κατά τη διαγνωστική υστεροσκόπηση βρεθεί πολύποδας ή ινομύωμα, με τη χρήση ειδικών εργαλείων γίνεται η αφαίρεσή τους (επεμβατική υστεροσκόπηση), αποφεύγοντας την ανάγκη για μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση και επιπλέον αναισθησία.
Από την άλλη πλευρά, εάν το ενδομήτριο παρουσιάζει ανομοιογένεια και οι παθολογικές εστίες είναι διακριτές, οι βιοψίες είναι στοχευμένες.
Αναμφίβολα η υστεροσκόπηση είναι το πιο αποτελεσματικό διαγνωστικό, αλλά και θεραπευτικό εργαλείο του σύγχρονου ενδοσκοπικού χειρουργού-γυναικολόγου.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας στη ενδοσκοπική χειρουργική έχει κατατάξει την υστεροσκόπηση στις ασφαλέστερες γυναικολογικές επεμβάσεις.
Η εφαρμογή της όχι μόνο δίνει διαγνωστικά ευρήματα με μεγάλη ευκρίνεια, αλλά λειτουργεί και ως θεραπευτική, με αποτέλεσμα τη μείωση των μεγάλων επεμβατικών χειρουργικών επεμβάσεων.