Τα ωάρια ωριμάζουν διαφορετικά στις γυναίκες ανάλογα με την ηλικία τους, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση της γονιμότητας, ισχυρίζεται μια μελέτη από επιστήμονες στη Βαρκελώνη της Ισπανίας.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η δραστηριότητα των γονιδίων που εμπλέκονται στον διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων αυξήθηκε σταδιακά στα ωάρια με την ηλικία, ενώ η δραστηριότητα των γονιδίων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό των μιτοχονδρίων μειώθηκε.
Ο διαχωρισμός των χρωμοσωμάτων είναι μία άκρως απαραίτητη διαδικασία για τα κύτταρα, ως εκ τούτου και τα ωάρια, προκειμένου αυτά να διαιρούνται και να πολλαπλασιάζονται, αλλά και για την επεξεργασία του RNA, ενώ ο μιτοχονδριακός μεταβολισμός είναι απαραίτητος για την επιβίωση των κυττάρων, καθώς τα μιτοχόνδρια παράγουν την απαιτούμενη ενέργεια για όλες τις κυτταρικές διεργασίες.
«Εδώ φαίνεται ότι το τελικό βήμα της ίδιας της ωρίμανσης των ωαρίων μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την ηλικία, η οποία είναι κρίσιμη για την αναπαραγωγή, επειδή το ωάριο παρέχει το υλικό που χρειάζονται τα πρώιμα έμβρυα για να αναπτυχθούν κανονικά και να επιβιώσουν», δήλωσε ο καθηγητής Bernhard Payer, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, στην Science Daily.
Σύμφωνα με την κ. Χαρούλα Μπιλάλη BSc MMedSc, Μοριακή Βιολόγο με εξειδίκευση στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και το Ανθρώπινο Μικροβίωμα, επιστημονική συνεργάτιδα της μονάδας Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Institute of Life IASO, «μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή είναι η κακή ποιότητα των ωαρίων, την οποία μάλιστα συναντάμε όλο και πιο συχνά ακόμα και σε πιο μικρές αναπαραγωγικά ηλικίες.
Η κακή αυτή ποιότητα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό ακριβώς με αυτές τις δύο διαδικασίες, το διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων και την ικανότητα των μιτοχονδρίων να παράξουν την ενέργεια που απαιτείται προκειμένου το γονιμοποιημένο ωάριο να μπορέσει να υποστηρίξει την πρώιμη εμβρυική ανάπτυξη, τουλάχιστον μέχρι την εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα, όπου μετά θα διαμορφωθούν νέες συνθήκες“.
Η μελέτη
Οι ερευνητές ανέλυσαν 72 ωάρια σε διαφορετικά στάδια ωριμότητας από 37 δότριες ηλικίας 18 έως 43 ετών.
Εξέτασαν το σύνολο των μορίων RNA (transcriptome) μέσα σε κάθε κύτταρο για να δουν ποια γονίδια παρουσιάζουν διαφορετικά επίπεδα δραστηριότητας στα ωάρια από τις γυναίκες των διαφορετικών ηλικιών.
Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Aging Cell.
Διαπιστώθηκε ότι αλλαγές στα μόρια του RNA που σχετίζονται με την ηλικία συμβαίνουν κυρίως στο τελικό στάδιο ανάπτυξης των ωαρίων, κατά την ωρίμανση in vitro.
Αυτό το εύρημα αποκαλύπτει έναν πιθανό τρόπο με τον οποίο η ηλικία θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην ποιότητα των ωαρίων και τον λόγο που η γονιμότητα φαίνεται να μειώνεται με την ηλικία στις γυναίκες.
«Η διαδικασία της μεταγραφής του DNA σε RNA και η ομαλή μεταφορά της γενετικής πληροφορίας, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της βιολογίας.
Μεταγραφή είναι η διαδικασία αντιγραφής ενός τμήματος DNA στο RNA, με χρησιμοποίηση του DNA σαν μήτρα.
Τα μεταγραμμένα τμήματα κατευθύνουν στη συνέχεια τη σύνθεση πρωτεϊνών.
Στη μελέτη αυτή φάνηκε ότι μάλλον δεν είναι μόνο η σταθερότητα των πρωτεϊνών βασικών χρωμοσωμικών παραγόντων που παίζει ρόλο αλλά και ανώμαλες μεταβολές στο RNA που μπορεί τελικά να συμβάλλουν στην αύξηση του ποσοστού ανευπλοειδίας και ως εκ τούτου κακής ποιότητας ωαρίων σε προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία της μητέρας», τονίζει η κ. Μπιλάλη.
Ο ρόλος του Δείκτη Μάζας Σώματος
Οι ερευνητές ανέφεραν επίσης ότι ο υψηλότερος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) βρέθηκε να επηρεάζει την ανάπτυξη των ωαρίων.
Εδώ, ωστόσο, η γενετική δραστηριότητα διέφερε σε ανώριμα ωάρια μεταξύ γυναικών με διαφορετικό δείκτη μάζας σώματος.
Κατά συνέπεια είναι πιθανό ο δείκτης μάζας σώματος να επηρεάζει τη γονιμότητα μέσω ενός εναλλακτικού μηχανισμού έναντι της μείωσης γονιμότητας που προκαλείται από την ηλικία.
“Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικά ηλικίας (πάνω από 36 ετών) καλό είναι να μην καθυστερούν να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικών εάν μετά από 6 μήνες συχνών επαφών δεν έχουν καταφέρει να συλλάβουν ενώ η σωστή προγεννητική προετοιμασία με καλή διατροφή και διαχείριση του στρες αποτελούν τον καλύτερο σύμμαχο για μία υγιή κύηση“, καταλήγει η κ. Μπιλάλη.
Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το έργο τους μπορεί να χρησιμεύσει ως πυρήνας για την ανάπτυξη μελλοντικών διαγνωστικών εργαλείων για την αξιολόγηση της ποιότητας των ωαρίων.