Πριν από περίπου 27 χρόνια, το FDA των ΗΠΑ κατήργησε μία οδηγία σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος σε κλινικές δοκιμές φαρμάκων.
Καταλαβαίνουμε, επομένως ότι αρκετά από τα φάρμακα το οποία κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά έχουν δοσολογίες οι οποίες ορίστηκαν μετά από έρευνες αποκλειστικά σε άνδρες εθελοντές.
Αυτό σημαίνει ότι συχνά οι δόσεις αυτές είναι υψηλές για τις γυναίκες με αποτέλεσμα να εμφανίζουν συχνότερα ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ανάλυση 86 διαφορετικών φαρμάκων
Νέα ανάλυση 86 διαφορετικών φαρμάκων η οποία εξέτασε πάνω από 5.000 έρευνες έδειξε ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στο φύλο και την πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών ανάλογα με τη φαρμακοκινητική κάθε φαρμάκου.
Όπως διαπιστώθηκε, όταν άνδρες και γυναίκες έπαιρναν την ίδια δόση, σε περισσότερο από το 90% των περιπτώσεων, οι γυναίκες παρουσίαζαν σοβαρότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σχέση με τους άνδρες.
Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες περιελάμβαναν:
-ναυτία,
-κεφαλαλγία,
-κατάθλιψη,
-αύξηση του σωματικού βάρους,
-επιληπτικές κρίσεις,
-ψευδαισθήσεις,
-ευερεθιστότητα και,
-καρδιακές ανωμαλίες.
Βασιζόμενοι στο μεγάλο αριθμό των φαρμάκων που εξέτασαν, οι επιστήμονες της έρευνας συμπέραναν ότι οι γυναίκες σήμερα παίρνουν συχνά υψηλότερες δόσεις από αυτές που χρειάζονται.
Ένα παράδειγμα φαρμάκου που ανήκει στην παραπάνω κατηγορία είναι το Ambien (ζολπιδέμη), ένα γνωστό υπνωτικό που παραμένει στο αίμα των γυναικών για μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με τους άνδρες.
Το φάρμακο αυτό σε υψηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσει ναυτία και σημαντική έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, ενώ η υπερβολική δόση μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή.
Καθώς εδώ και αρκετά χρόνια οι γυναίκες παρουσιάζουν περισσότερες ανεπιθύμητες από τη λήψη του συγκεκριμένου φαρμάκου, οι οδηγίες για το φάρμακο αναθεωρήθηκαν και πλέον η προτεινόμενη δόση για τις γυναίκες είναι η μισή.
«Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι οι προτεινόμενες δόσεις για αρκετά φάρμακα σήμερα έχουν βασιστεί σε κλινικές δοκιμές που εξέτασαν μόνο άνδρες. Το γεγονός αυτό σίγουρα έχει κάνει αρκετές γυναίκες να λαμβάνουν υψηλότερες δόσεις», υποστήριξε ο βιολόγος Irving Zucker από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Ο αποκλεισμός των γυναικών από τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων εδραιώθηκε περισσότερο στη δεκαετία του 1970, όταν η θαλιδομίδη, ένα φάρμακο για την πρωινή ναυτία, προκάλεσε συγγενείς ανωμαλίες σε αρκετά έμβρυα.
Ως αποτέλεσμα, το FDA απέσυρε το φάρμακο από την αγορά αποκλείοντας παράλληλα τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας από τις πρώιμες κλινικές δοκιμές (ακόμα κι αν δεν είχαν σεξουαλικές επαφές, ή αν είχαν υπογονιμότητα).
Το μέτρο αυτό, ωστόσο, θεωρήθηκε λανθασμένο με αποτέλεσμα να αρθεί από το FDA το 1993, ωστόσο αρκετά φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα έχουν εγκριθεί πριν την άρση του μέτρου.
Το 2011, μία μελέτη που εξέτασε διάφορες κλινικές δοκιμές διαπίστωσε ότι το 75% από αυτές δεν είχαν κάνει διαχωρισμό των αποτελεσμάτων με βάση το φύλο.
Μάλιστα σε 9 κλινικές δοκιμές το ποσοστό των γυναικών εθελοντών ήταν μόλις 20%.
Μία άλλη ανάλυση 43.000 άρθρων και περισσοτέρων από 13.000 κλινικών δοκιμών παρατήρησε ότι τα ποσοστά των γυναικών στις έρευνες ήταν εξαιρετικά χαμηλά παγκοσμίως, ιδιαίτερα σε έρευνες για τον HIV, τις χρόνιες νεφρικές νόσους και την καρδιαγγειακή νόσο.
«Ακόμα και στις έρευνες με πειραματόζωα, οι επιστήμονες αποφεύγουν τα θηλυκά και εργάζονται κυρίως με αρσενικά πειραματόζωα», υποστήριξε ο Zucker.
Σύμφωνα με δεδομένα που δημοσιεύτηκαν το 2018, στις προκλινικές δοκιμές με πειραματόζωα σχετικά με το άλγος, την καρδιαγγειακή νόσο και το διαβήτη, χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά αρσενικά πειραματόζωα.
“Τελευταίες έρευνες, ωστόσο, έχουν δείξει ότι τα μοντέλα θηλυκών πειραματόζωων επιτρέπουν στους επιστήμονες να παρατηρήσουν σημαντικές διαφορές σε βιολογικούς μηχανισμούς ανάμεσα στα δύο φύλα, όπως για παράδειγμα η επεξεργασία των σημάτων του άλγους και η απορρόφηση των φαρμάκων“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Όπως είναι προφανές, αγνοώντας τις παραπάνω διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, αυξάνεται ο κίνδυνος να εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες στις γυναίκες, κάτι που παρατηρήθηκε στην παρούσα ανάλυση“.
Μάλιστα, στο 88% των περιστατικών, οι διαφορές των δύο φύλων αναφορικά με την φαρμακοκινητική είχαν προγνωστική ισχύ για τις ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα σε κάποιο φύλο.
“Για παράδειγμα, αν το φάρμακο δρα διαφορετικά στις γυναίκες, υπάρχει «εξαιρετικά υψηλή πιθανότητα» να προκαλεί περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε αυτές.
Επιπλέον, ο διαφορετικός τρόπος που μεταβολίζεται το καθένα από τα παραπάνω φάρμακα στις γυναίκες δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από το σωματικό βάρος, το οποίο γνωρίζουμε ότι επηρεάζει την απορρόφηση και τη φαρμακοκινητική.
Το φύλο ήταν, μάλιστα, ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας σε σχέση με τους παραπάνω”, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
«Η κοινή πρακτική να χορηγούμε ίδιες δόσεις σε άνδρες και γυναίκες είναι λανθασμένη καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές της φαρμακοκινητικής ανάμεσα στα δύο φύλα. Ως αποτέλεσμα υπάρχει κίνδυνος χορήγησης υψηλότερων δόσεων στις γυναίκες, γεγονός που οδηγεί σε περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες», έγραψαν οι επιστήμονες της ανάλυσης.
Υποστήριξαν επίσης ότι το δείγμα των εθελοντών που εξετάζεται σήμερα θα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.
Το FDA εξέδωσε μάλιστα μία οδηγία το 1998 με την οποία συνέστησε οι κλινικές δοκιμές να περιλαμβάνουν εθελοντές και από τα δύο φύλα σε παρόμοιο ποσοστό.
Από το 2014, το National Institutes of Health των ΗΠΑ έχει επίσης θεσπίσει νόμους μέσω των οποίων επιβάλλεται η εξέταση εθελοντών και από τα δύο φύλα, τόσο σε κλινικές μελέτες με ανθρώπους, όσο και σε έρευνες με πειραματόζωα.
“Ακόμα και μετά την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων, ωστόσο, μία μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2018 διαπίστωσε ότι από τις 107 έρευνες που χρηματοδοτήθηκαν από το NIH, το 74% δεν εξέτασε το φύλο ως παράγοντα κατά τη συγκέντρωση των εθελοντών“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος, για να επισημάνει το εξής:
“Καθώς αυτή τη στιγμή ο αριθμός των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αφορά είναι τεράστιος, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποια είναι τα φάρμακα των οποίων οι προτεινόμενες δόσεις είναι δυνητικά επικίνδυνες για τις γυναίκες“.
Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι θα πρέπει να γίνουν περισσότερες έρευνες και μέχρι την ολοκλήρωσή τους θα πρέπει να δημοσιευθούν νέα δεδομένα αναφορικά με τη φαρμακοκινητική των φαρμάκων και πως αυτή διαφέρει ανάμεσα στα δύο φύλα.
«Οι δεκαετίες εξαίρεσης των γυναικών από τις κλινικές μελέτες έχουν δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν άμεσα», κατέληξαν οι επιστήμονες.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Biology of Sex Differences.