Εγκεφαλικό ή απώλεια μνήμης απειλούν όσους ζουν σε πυκνοκατοικημένες πόλεις ή κοντά σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας, όπου η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα είναι κακή.
Στο διόλου θετικό αυτό συμπέρασμα καταλήγουν δύο διαφορετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ και δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Archives of Internal Medicine». Η μία από αυτές διαπίστωσε μεγαλύτερο κίνδυνο εγκεφαλικού στους κατοίκους της Βοστώνης έπειτα από μέρες κατά τις οποίες η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα ήταν μέτρια και ειδικά όταν η μόλυνση που προερχόταν από την κίνηση ήταν υψηλή.
Η άλλη έρευνα, κατά την οποία παρακολουθήθηκαν χιλιάδες γυναίκες, έδειξε πιο γρήγορα εξελισσόμενο εκφυλισμό της μνήμης αλλά και επιδείνωση της ικανότητας σκέψης γενικότερα στις γυναίκες που ζούσαν στις περιοχές των ΗΠΑ με τα υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων.«Ενα από τα βασικά σημεία είναι ότι σε επίπεδα ρύπων που θεωρούνται ασφαλή από τις αρμόδιες υπηρεσίες περιβάλλοντος διαπιστώνουμε σοβαρή αρνητική επίδραση στην υγεία» δήλωσε ο Γκρέγκορι Γουελένιους του Πανεπιστημίου Brown του Ροντ Αϊλαντ, που ήταν επικεφαλής της έρευνας για τη μόλυνση και τα εγκεφαλικά.Αυτός και οι συνάδελφοί του επανεξέτασαν τους ιατρικούς φακέλους 1.700 ασθενών που εισήχθησαν στο Ιατρικό Κέντρο Beth Israel Deaconess της Βοστώνης με εγκεφαλικό στο διάστημα από το 1999 έως το 2008. Βασιζόμενη σε στοιχεία που πήρε από τον τοπικό σταθμό μέτρησης ατμοσφαιρικών ρύπων, η ομάδα διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος εγκεφαλικού ήταν κατά 34% υψηλότερος για 24 ώρες μετά την καταγραφή μέτριας ρύπανσης, σε σύγκριση με τις μέρες χωρίς ρύπανση. Ο αυξημένος κίνδυνος, όπως διαπίστωσαν, συνδεόταν με το διοξείδιο του αζώτου, έναν ρύπο που συνδέεται με τους ρύπους από τις εξατμίσεις.
Στην άλλη έρευνα ομάδα του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Rush του Σικάγου ανέλυσα\ε μια σειρά από τεστ νοητικής αξιολόγησης που δόθηκαν σε περίπου 20.000 γυναίκες, οι οποίες ήταν ως επί το πλείστον στα εβδομήντα τους. Αυτές που ζούσαν στις περιοχές με τη μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση «προηγούνταν» σε νοητική επιδείνωση κατά ένα με δύο χρόνια, σε σύγκριση με τις συνομήλικές τους που ζούσαν σε πιο καθαρές περιοχές.