Γάλλοι επιστήμονες ανακάλυψαν πως αποθηκεύει ο ανθρώπινος εγκέφαλος τα όνειρα και γιατί πολλοί άνθρωποι ποτέ δεν τα θυμούνται το επόμενο πρωί.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι υπάρχουν δύο ειδών ονειροπόλοι και μόνο το ένα είδος μπορεί να θυμάται τα όνειρά του.
Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου, που επιτρέπει στα όνειρα να κωδικοποιούνται στη μνήμη την ώρα του ύπνου.
Οι ερευνητές προβληματίστηκαν από το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι θυμούνται ένα όνειρο κάθε πρωί, ενώ άλλοι σπανίως θυμούνται έστω και ένα.
Έτσι, μελέτησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα σε εθελοντές και από τις δύο ομάδες, εστιάζοντας σε δύο περιοχές του εγκεφάλου που είναι γνωστό ότι παίζουν ρόλο στην ανάκληση στη μνήμη των ονείρων.
Οι ερευνητές με επικεφαλής την δρα Περίν Ρουμπί, από το Κέντρο Μελέτης της Νευροεπιστήμης της Λυόν (CRNL) του Εθνικού Ιδρύματος Υγείας & Ιατρικής Έρευνας (INSERM) της Γαλλίας, υπέβαλλαν σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) 41 εθελοντές εν όσω ήταν ξύπνιοι και στη διάρκεια του ύπνου.
Οι 21 από αυτούς ανήκαν στην κατηγορία των ανθρώπων που θυμούνται τα όνειρά τους: κατά μέσον όρο, θυμόντουσαν τα όνειρά τους 5,2 ημέρες την εβδομάδα. Οι υπόλοιποι 41 μετά βίας θυμόντουσαν 2 όνειρα τον μήνα.
Όπως έδειξαν οι τομογραφίες τους, όσοι θυμόντουσαν πολλά όνειρα είχαν ισχυρότερη εγκεφαλική δραστηριότητα στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό (mPFC) και στην κροταφοβρεγματική σύνδεση (TPJ).
Η κροταφοβρεγματική σύνδεση είναι μία περιοχή που παίζει ρόλο στον προσανατολισμό της προσοχής προς εξωτερικά ερεθίσματα και αποτελεί κέντρο επεξεργασίας των πληροφοριών.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αυξημένη δραστηριότητα σε αυτή την περιοχή είναι που διευκολύνει την κωδικοποίηση των ονείρων στη μνήμη.
Προγενέστερες μελέτες, εξάλλου, έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι με βλάβες στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό και στην κροταφοβρεγματική σύνδεση χάνουν εντελώς την ικανότητα να θυμούνται τα όνειρά τους.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Neuropsychopharmacology», έδειξε ακόμα ότι οι εθελοντές που θυμόντουσαν πολλά όνειρα περνούσαν πολύ λιγότερη ώρα στο στάδιο του βαθέως ύπνου (είναι ο επονομαζόμενος ύπνος των βραδέων κυμάτων ή SWS).
Στην πραγματικότητα, ο χρόνος που κοιμόντουσαν ελαφρά και μισοξυπνούσαν ήταν διπλάσιος απ’ ό,τι σε όσους δεν θυμόντουσαν τα όνειρά τους.
Επιπλέον, ο εγκέφαλός τους αντιδρούσε περισσότερο στα ακουστικά ερεθίσματα, όχι μόνο όταν κοιμόντουσαν, αλλά και όταν ήταν ξύπνιοι.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό και στην κροταφοβρεγματική σύνδεση μπορεί να ευνοεί τον ελαφρύ ύπνο και έτσι να διευκολύνει την απομνημόνευση των ονείρων.
«Τα ευρήματα αυτά εξηγούν γιατί όσοι θυμούνται πολλά όνειρα αντιδρούν περισσότερο στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και ξυπνούν περισσότερο στη διάρκεια του ύπνου», δήλωσε η δρ Ρουμπί.
«Αποδεικνύουν επίσης ότι ο εγκέφαλος που κοιμάται βαθιά δεν μπορεί να απομνημονεύσει ολοκαίνουργιες πληροφορίες. Πρέπει να ξυπνήσει έστω και για λίγο, για να το κάνει – και τα όνειρα αποτελούν μία νέα πληροφορία», πρόσθεσε.
tanea.gr