Οι μειωμένες ώρες ύπνου σε συνδασμό με την αύξηση του ποσοστού παχύσαρκων ατόμων δεν αποτελούν απλώς μια σύμπτωση. Τα δυο προαναφερθέντα φαινόμενα σχετίζονται άμεσα ενώ το πόσο διαρκεί ή πόσο καλός είναι ο ύπνος μας συνδέεται στενά με το πόσο φαγητό επιθυμούμε να καταναλώσουμε, σύμφωνα με ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Stanford της Καλιφόρνια.
Συγκεκριμένα, οι αμερικανοί ερευνητές μελέτησαν την επίδραση του ύπνου στα επίπεδα ορμονών και στο σωματικό βάρος σε 1024 εθελοντές ενήλικες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν λιγότερο από 8 ώρες (4-6 ώρες) είχαν και αυξημένο δείκτη μάζας σώματος. Επίσης η έλλειψη ύπνου βρέθηκε να συνδέεται με αυξημένα επίπεδα γκρελίνης («ορμόνη της πείνας») και μειωμένα επίπεδα λεπτίνης («ορμόνη του κορεσμού»). Αυτές οι διάφορες στις δύο ορμόνες συνδέονται άμεσα με την αύξηση της όρεξης και της μείωσης του κορεσμού, οδηγώντας επακόλουθα με αυτόν τον τρόπο και στην αύξηση του σωματικού βάρους.
Στους γρήγορους ρυθμούς των Δυτικών κοινωνιών οπού ο επαρκής ύπνος θεωρείται πολυτέλεια και η τροφή βρίσκεται σε αφθονία, οι αλλαγές σε ρυθμιστικές ορμόνες της πείνας φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αύξηση της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα ο ύπνος θα πρέπει να κατέχει σημαντική θέση σε μια προσπάθεια απώλειας βάρους .
Σίγουρα από μόνος του δεν επαρκεί για να μειώσει το σωματικό βάρος, αλλά στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής μαζί με συστηματική άσκηση συμβάλει σημαντικά στην φυσιολογική ρύθμιση των σημάτων πείνας και κορεσμού. Για το λόγο αυτό, ο ύπνος δεν θα πρέπει να θεωρείται πολυτέλεια στην καθημερινότητα μας, αλλά βιολογική ανάγκη.