Δύο νέα χάπια για την αντιμετώπιση της COVID-19 αναμένεται να κυκλοφορήσουν τις επόμενες εβδομάδες, καθώς τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές τους έχουν υποβληθεί στους ελεγκτικούς φορείς και οι εταιρίες περιμένουν την τελικά τους έγκριση.
Οι φαρμακευτικές εταιρίες Merck και Pfizer έχουν ζητήσει και οι δύο επείγουσα έγκριση για τα αντιιικά χάπια που έχουν αναπτύξει για την αντιμετώπιση της COVID-19.
Στις κλινικές δοκιμές:
-το χάπι της Merck (Molnupiravir) περιόρισε τα ποσοστά νοσηλείας και θανάτου από COVID-19 κατά περίπου 50%, ενώ,
–το χάπι της Pfizer (PAXVLOVID) μείωσε τις νοσηλείες και τους θανάτους από την COVID-19 κατά 89%.
Και τα δύο αυτά χάπια θα πρέπει να χορηγούνται στους ασθενείς σχεδόν αμέσως μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της λοίμωξης, καθώς ουσιαστικά περιορίζουν τον πολλαπλασιασμό του ιού, αποτρέποντας έτσι την εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων.
Από τις θεραπείες που κυκλοφορούν σήμερα για την αντιμετώπιση του ιού, μόνο τα μονοκλωνικά αντισώματα μπορούν να επιτύχουν επίσης τον παραπάνω στόχο, ωστόσο αυτά μπορούν να χορηγηθούν μόνο στο περιβάλλον του νοσοκομείου, καθώς αποτελούν ενδοφλέβια θεραπεία.
Επιπλέον, το κόστος τους είναι πολύ υψηλό, γεγονός που αποτρέπει την ευρεία χρήση τους.
Αντιθέτως, τα δύο φάρμακα που αναμένεται να εγκριθούν άμεσα από το FDA και άλλους οργανισμούς αποτελούν χάπια, γεγονός που διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη χορήγησή τους στους ασθενείς.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, προκειμένου να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα θα πρέπει να χορηγούνται εκτός λίγων ημερών από την έκθεση στον ιό και την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της COVID-19.
Ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με τα παραπάνω χάπια είναι ότι ο ασθενής θα πρέπει να διαγνωστεί εγκαίρως, αλλιώς τα χάπια δεν μπορούν να προσφέρουν σημαντικά οφέλη.
Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι ο ασθενής θα πρέπει να λάβει μεγάλο αριθμό χαπιών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, κάτι που ίσως δεν είναι εφικτό για όλους τους ασθενείς που νοσούν με τον ιό.
Συγκεκριμένα, για το χάπι PAXLOVID της Pfizer, ο ασθενής θα πρέπει να λάβει 30 χάπια σε ένα διάστημα 5 ημερών.
Αν αναλογιστούμε ότι ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν ναυτία ή έμετο, ενδεχομένως δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν τη θεραπεία αυτή.
-Μηχανισμός δράσης των αντιικών φαρμάκων
Τόσο το χάπι της Merck όσο και αυτό της Pfizer αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού, ωστόσο ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με διαφορετικό μηχανισμό.
-Το χάπι της Merck μιμείται ορισμένα δομικά στοιχεία του ιού, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ελαττωματικοί ιοί κατά τον πολλαπλασιασμό του τελευταίου.
Πρακτικά, προκαλεί σημαντικές μεταλλάξεις στον ιό οι οποίες τον καθιστούν μη βιώσιμο.
–Το χάπι της Pfizer, αντιθέτως, αναστέλλει ένα ιικό ένζυμο το οποίο είναι απαραίτητο για τον πολλαπλασιασμό του ιού.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν ακόμα δεδομένα για την τιμή των παραπάνω φαρμάκων, ωστόσο και οι δύο εταιρίες έχουν δεσμευτεί ότι η τιμή τους θα είναι χαμηλότερη στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ και σε ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες ενδέχεται να καλύπτεται από την ασφάλιση των ασθενών.
-Ποιοι ασθενείς θα ωφεληθούν περισσότερο από τα χάπια;
Τα φάρμακα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων από την COVID-19.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, στους οποίους τα εμβόλια της COVID-19 που κυκλοφορούν σήμερα δεν έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα.
Σύμφωνα με αντιπροσώπους και των δύο εταιριών, τα χάπια θα αποτελούν πρακτικά ένα «plan B» για αυτούς τους ασθενείς, καθώς και τους ασθενείς που δεν έχουν εμβολιαστεί για οποιοδήποτε λόγο.
Οι επιστήμονες υποστήριξαν, ωστόσο, ότι τα χάπια σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν εναλλακτική των εμβολίων.
Αυτή τη στιγμή, γνωρίζουμε ότι τα εμβόλια αποτελούν την καλύτερη μέθοδο πρόληψης για την COVID-19, καθώς έχουν εξαιρετικά υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των σοβαρών συμπτωμάτων του ιού.
Ιδανικά, τα χάπια αποτελούν ένα ακόμα όπλο στη μάχη κατά του ιού για τους ασθενείς που δεν παρουσιάζουν επαρκή απόκριση στον εμβολιασμό.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center