Η πανδημία της COVID-19 έχει δημιουργήσει φόβο και ανησυχία στους περισσότερους ανθρώπους γεγονός που έχει ωθήσει αρκετούς από αυτούς να αναζητούν «μαγικές» θεραπείες για τον ιό.
Ωστόσο, μόνο οι επιστημονικές μελέτες είναι αυτές που μπορούν να αποδείξουν αν ένα φάρμακο είναι αποτελεσματικό ή όχι.
Στις τελευταίες λαμβάνουν μέρος δεκάδες χιλιάδες εθελοντές, γεγονός που μας επιτρέπει να εξετάσουμε την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα φαρμάκων και εμβολίων.
Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, ένας φάρμακο που είχε διαφημιστεί αρκετά ως θεραπεία για την COVID-19, παρά την απουσία επιστημονικών δεδομένων, ήταν η υδροξυχλωροκίνη.
Σήμερα, το ενδιαφέρον έχει στραφεί πλέον σε ένα νέο φάρμακο, την ιβερμεκτίνη, το οποίο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση ορισμένων τροπικών νόσων και παρασιτώσεων, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα.
Αρκετοί επιτήδειοι, χρησιμοποιώντας κυρίως το Διαδίκτυο, διαφημίζουν την ιβερμεκτίνη ως θεραπεία για την COVID-19.
Ωστόσο, προς το παρόν, η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου δεν έχει επιβεβαιωθεί σε κατάλληλες κλινικές δοκιμές.
Δυστυχώς, αυτοί που προωθούν το φάρμακο αποφάσισαν να μην περιμένουν τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών.
Σε μία συνεδρίαση του Senate Homeland Security and Governmental Affairs Committee των ΗΠΑ το 2020, ο Pierre Kory, ένας ιατρός ΜΕΘ, αναφέρθηκε στην «υψηλή αποτελεσματικότητα» της ιβερμεκτίνης, χαρακτηρίζοντάς την πρακτικά ως «θαυματουργό φάρμακο».
«Όλες οι έρευνες για το φάρμακο έχουν καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα», όπως ανέφερε.
«Γνωρίζουμε πλέον ότι μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη στους ασθενείς».
Δυστυχώς, όπως τελικά αποδείχθηκε για πολλοστή φορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η διαφήμιση του φαρμάκου δεν είχε βασιστεί σε επιστημονικά δεδομένα.
Ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξουμε την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου σήμερα είναι οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες.
Σε αυτές ουσιαστικά, έχουμε δύο ομάδες ασθενών με παρόμοια χαρακτηριστικά, εκ των οποίων η μία λαμβάνει το φάρμακο που εξετάζεται ενώ η άλλη παίρνει placebo.
Προφανώς, οι κλινικές μελέτες αυτού του είδους δεν είναι πάντοτε εύκολο να γίνουν και χρειάζονται συγκεκριμένο αριθμό ασθενών προκειμένου να καταλήξουν σε ισχυρά αποτελέσματα.
Επιπλέον, τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς δεν πρέπει να γνωρίζουν σε ποια ομάδα ανήκει ο κάθε ασθενής, ενώ και η ανάλυση των δεδομένων θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένο τρόπο.
Ο Kory, ωστόσο, αναφέρθηκε στην ομιλία του σε αρκετές μη τυχαιοποιημένες μελέτες παρατήρησης που δεν πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια, ορισμένες από τις οποίες δεν είχαν καν ομάδα ελέγχου.
Μία από αυτές ήταν η κλινική δοκιμή από τον Ahmed Elgazzar στο Benha University της Αιγύπτου.
Στην κλινική δοκιμή, η οποία εξέτασε ασθενείς που νόσησαν σοβαρά από COVID-19, οι επιστήμονες χώρισαν τους εθελοντές σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία έλαβε ιβερμεκτίνη, ενώ η άλλη υδροξυχλωροκίνη (ιδανικά, η ομάδα ελέγχου θα έπρεπε να έχει πάρει placebo).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της παραπάνω μελέτης, στην ομάδα που έλαβε ιβερμεκτίνη, παρατηρήθηκαν 90% λιγότεροι θάνατοι σε σχέση με την ομάδα της υδροξυχλωροκίνης.
Το ποσοστό αυτό είναι εντυπωσιακό και ξεπερνά κατά πολύ το ποσοστό αποτελεσματικότητας αρκετών φαρμάκων που έχουν εγκριθεί σήμερα από το FDA για την αντιμετώπιση της COVID-19.
Ένας φοιτητής ιατρικής από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Jack Lawrence, εξετάζοντας την έρευνα του Elgazzar στα πλαίσια ενός μαθήματος, διαπίστωσε αρκετούς πλαγιαρισμούς και πλασματικά δεδομένα στην παραπάνω μελέτη.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί στο σημείο αυτό. ότι η μελέτη του Elgazzar δεν είχε δημοσιευτεί σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό με peer review, παρά μόνο ως προδημοσίευση στην ιστοσελίδα Research Square.
Μετά την ανάλυση του Lawrence, η ιστοσελίδα αυτή κατέβασε άμεσα τη μελέτη.
Η μελέτη εξετάστηκε επίσης από τον Gideon Meyerowitz-Katz, έναν Αυστραλό επιδημιολόγο, ο οποίος παρατήρησε παρόμοια σφάλματα με αυτά που διαπίστωσε ο Lawrence.
Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας ενός φαρμάκου συχνά βασίζεται σε μετα-αναλύσεις οι οποίες εξετάζουν μαζί αρκετές μελέτες.
Όπως δήλωσε ο Meyerowitz-Katz,” αν αφαιρέσουμε την παραπάνω προβληματική μελέτη από τις περισσότερες μετα-αναλύσεις, τότε αποδεικνύεται ότι το φάρμακο δεν είναι αποτελεσματικό».
Η μοναδική μετα-ανάλυση υψηλής ποιότητας που εξέτασε δεδομένα για την ιβερμεκτίνη έγινε από το Cochrane Collaboration.
Στην παραπάνω μετα-ανάλυση, από την οποία εξαιρέθηκαν αρκετές μελέτες με προβληματικά δεδομένα, οι επιστήμονες κατέληξαν στο εξής αποτέλεσμα:
«Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα χαμηλής ή πολύ χαμηλής ποιότητας, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε σαφή αποτελέσματα σχετικά με την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα της ιβερμεκτίνης στην αντιμετώπιση ή πρόληψη της COVID-19».
Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις τους, οι επιστήμονες συνέστησαν η χρήση του φαρμάκου να περιοριστεί στο περιβάλλον των κλινικών δοκιμών.
Την οδηγία αυτή ασπάζονται και αρκετοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), αλλά και το Infectious Diseases Society of America.
Ακόμα και η Merck, μία εταιρία που παρασκευάζει ένα φάρμακο που περιέχει ιβερμεκτίνη, υποστήριξε ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν δεδομένα που να δείχνουν ότι το φάρμακο μπορεί να προσφέρει οφέλη στους ασθενείς με COVID-19.
Το FDA έχει εκδώσει επίσης μία ανακοίνωση που υποστηρίζει ότι το φάρμακο δεν θα πρέπει να χορηγείται στην αντιμετώπιση της COVID-19.
Αγνοώντας τις παραπάνω οδηγίες, αρκετοί επιτήδειοι συνεχίζουν να διαφημίζουν το φάρμακο ως θεραπεία για την COVID-19, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική.
Το παραπάνω φαινόμενο έχει δημιουργήσει δυσκολίες στις κλινικές δοκιμές που διεξάγονται στις χώρες αυτές, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να συγκεντρώσουν τον απαραίτητο αριθμό εθελοντών για να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα άλλων φαρμάκων.
Η αυξημένη ζήτηση του φαρμάκου έχει δημιουργήσει ελλείψεις που εμποδίζουν την κατάλληλη χρήση του για τις κτηνιατρικές ενδείξεις που έχει.
Αντίστοιχα, τις τελευταίες ημέρες έχουν παρατηρηθεί και αρκετά περιστατικά δηλητηρίασης με το παραπάνω φάρμακο.
Η μελέτη PRINCIPLE του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης προσπαθεί σήμερα να διαπιστώσει αν η ινβερμεκτίνη μπορεί πράγματι να προσφέρει οφέλη στους ασθενείς με COVID-19.
Ωστόσο, μέχρι να ολοκληρωθεί η παραπάνω μελέτη, καλό θα είναι να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και να αποφύγουμε τις ενέργειες που είχαν γίνει με την υδροξυχλωροκίνη.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center