Επιστήμονες από την Ελλάδα που συμμετέχουν στο διεθνές συνέδριο για τα οικονομικά των φαρμάκων που γίνεται στη Βιέννη εξέφρασαν την άποψη ότι η φαρμακευτική δαπάνη που μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να “διορθωθεί” προς τα πάνω, κατά τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ, απ΄ όσο ζητούν οι θεσμοί και έχει υπολογίσει το υπουργείο Υγείας.
Όπως εξήγησαν, για να μπορούν οι ασθενείς να έχουν καινοτόμα φάρμακα, θα πρέπει οι φαρμακευτικές εταιρείες που τα παράγουν, να συνεχίσουν να τα διαθέτουν στη χώρα μας.
Όμως κάτι τέτοιο -όπως προέβλεψαν- είναι πλέον παρακινδυνευμένο, καθώς η φαρμακευτική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία 5 χρόνια και η πληθώρα νέων ακριβών φαρμάκων που μπήκαν πρόσφατα στην κυκλοφορία, μετά από τρία χρόνια απραξίας, διόγκωσε το clow back (επιστροφές των φαρμακευτικών προς το κράτος ανάλογα με τις πωλήσεις τους ) και πλέον σε αρκετές περιπτώσεις είναι ασύμφορο για τις εταιρείες αυτές, να διαθέτουν τα ακριβά καινοτόμα φάρμακα τους στην ελληνική αγορά.
Όπως εξήγησε στην ομιλία του στο συνέδριο ο καθηγητής της σχολής Δημόσιας Υγείας Ν. Μανιαδάκης «η είσοδος νέων τεχνολογιών στην παραγωγή καινοτόμων – απαραίτητων για τους ασθενείς φαρμάκων -μοιραία, οδηγεί σε περαιτέρω υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Αν συνεχιστεί η πολιτική των περικοπών χωρίς δομικά μέτρα, σύντομα θα οδηγηθούμε εκ νέου σε αδιέξοδο. Οι χρήση των φαρμάκων αυξάνεται αλλά μαζί και οι επιστροφές των φαρμακευτικών εταιρειών στο κράτος. Αυτό είναι εντελώς ασύμφορο γι’ αυτές”.
Οι επιστήμονες τόνισαν ότι υπήρχε άμεση ανάγκη εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα, η οποία το 2009 είχε αναχθεί σε παγκόσμιο πρωταθλητή, με φαρμακευτική δαπάνη που έφτανε το 2.8% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στον υπόλοιπο κόσμο ήταν το 1.5% του ΑΕΠ.
«Όμως, τώρα φτάσαμε στο άλλο άκρο. Επί 5 χρόνια οι “θεσμοί” μάς ζητούσαν να κάνουμε οικονομία αλλά και εκσυχρονισμό του συστήματος. Παρότι τα πήγαμε καλά στο πρώτο, το δεύτερο σκέλος που αφορά τη μεταρρύθμιση, μας βρίσκει πίσω, την ίδια ώρα που Βαλκάνιοι γειτονιές μας κινούνται και οργανώνουν δομές προς αυτή την κατεύθυνση» υποστηρίζει καθηγητής στη σχολή Δημόσιας Υγείας.
Οι ειδικοί επισήμαναν ότι στη χώρα μας κάνουμε ελάχιστα για να αξιολογήσουμε, να ελέγξουμε και να προάγουμε την αποτελεσματικότητα των ακριβών κυρίως φαρμάκων. Μάλιστα, έφεραν τα παραδείγματα άλλων δυτικών χωρών της Ευρώπης όπου τα καινοτόμα φάρμακα δεν αποζημιώνονται αν δεν αποδείξουν το όφελος που έχουν για τον ασθενή. Για τον έλεγχο αυτό, λειτουργούν μηχανισμούς αξιολόγησης τεχνολογίας υγείας.
«Όταν δεν ελέγχεται ορθά η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, ενδεχομένως να μην δίδονται στους κατάλληλους ασθενείς και στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις. Αυτό οδηγεί σε σπατάλες δημοσίων πόρων, οι οποίες στη συνέχεια – με δεδομένη τη στενότητα των πόρων- μπορεί να οδηγήσουν σε στέρηση της θεραπείας, από ασθενείς που τη χρειάζονται, αφήνοντας τους αθεράπευτους. Οι ασθενείς αυτοί θα κοστίσουν αργότερα πολύ περισσότερα στο κράτος» εξηγεί ο κος Μανιαδάκης ο οποίος στην παρουσίασή του στο συνέδριο έβαλε και άλλες παραμέτρους του προβλήματος.
Όπως είπε, η φαρμακευτική δαπάνη υπολογίστηκε από το μνημόνιο, να είναι εξαρτώμενη από το ΑΕΠ, όμως το ΑΕΠ έχει μειωθεί ραγδαία και σε σημαντικό βαθμό. Επίσης, δεν έλαβε κανείς υπόψη του ότι οι Έλληνες ζούμε κατά μέσο όρο 2 χρόνια περισσότερο από τον μέσο Ευρωπαίο και ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία ηλικιωμένων με πολλά προβλήματα υγείας.
«Όλα αυτά, μαζί και το γεγονός πως η διείσδυση των γενόσημων παραμένει χαμηλά στη χώρα μας (περίπου 20% ), όταν στην Αγγλία και τη Γερμανία αγγίζει το 80%, αυξάνουν τις ανάγκες, αλλά και τη φαρμακευτική δαπάνη. Δυστυχώς, οι πολίτες εξακολουθούν να επιμένουν στα πρωτότυπα φάρμακα και να τα πληρώνουν σε μεγάλο βαθμό ακριβότερα, από την τσέπη τους, λόγω της συμμετοχής τους σε αυτά».
Όμως, με αυτό τον τρόπο επιβαρύνουν σημαντικά τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό, καθώς – όπως έχουν δείξει πρόσφατες μελέτες- συμμετέχουν κατά 30% στη φαρμακευτική δαπάνη, η οποία πλέον αποτελεί σημαντικό μερίδιο των συνολικών δαπανών ενός νοικοκυριού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα που έχουν ανάγκη, τόνισε ο κ. Μανιαδάκης.
Σημειώνεται ότι οι συμμετοχές των Ελλήνων στα φάρμακα και τις εξετάσεις, σε περίοδο κρίσης, είναι στα ίδια επίπεδα πλούσιων χωρών, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν ισχυρά δημόσια συστήματα υγείας και αντίθετως επικρατεί η ιδιωτική ασφάλιση.
«Η εμμονή για τη αποφυγή της θεραπείας με γενόσημα, εξαντλεί οικονομικά έναν ηλικιωμένο ασθενή που πληρώνει από την τσέπη του τη συμμετοχή για τουλάχιστον 2 με 3 πρωτότυπα ακριβά φάρμακα. Έτσι βλέπουμε φαινόμενα υποθεραπείας. Μειώνει την αγωγή, τη σταματά και την ξαναρχίζει» παρατηρεί ο κ. Μανιαδάκης και τονίζει ότι το κράτος θα κληθεί αργότερα να πληρώσει πολύ περισσότερα για να αντιμετωπίσει τις επιπλοκές αυτού του ασθενούς.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής ιατρικής Α. Δημόπουλος, επισήμανε ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, οδήγησε σε καινοτόμες θεραπείες για πολλά και συχνά νοσήματα. Όμως, όπως είπε, μοιραία αυτό έχει το … κόστος του.
«Η προσβασιμότητα των ασθενών στις νέες, ακριβές, αλλά απαραίτητες θεραπείες, είναι πλέον υψηλή στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και σχετικά χαμηλή στις βαλκανικές χώρες» είπε και συμπλήρωσε ότι η διαδικασία έγκρισης κυκλοφορίας ενός φαρμάκου στην Ουγγαρία, την Πορτογαλία και την Ελλαδα, μπορεί να πάρει και 2 χρόνια, έως ότου το φάρμακο φτάσει στον ασθενή».
Σημαντική βοήθεια για άμεση πρόσβαση των ασθενών στα καινοτόμα φάρμακα αποτελούν σύμφωνα με τον κ. Δημόπουλο οι κλινικές μελέτες. Όσο περισσότερες καταφέρει να πάρει η Ελλάδα, τόσο περισσότεροι ασθενείς θα μπορούν να έχουν διαθέσιμα όταν τα χρειασθούν, τα νέα φάρμακα υψηλής τεχνολογίας.