Η διατροφή μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση του φυσικού χρώματος των μαλλιών και να καθυστερήσει την εμφάνιση των γκρίζων τριχών, σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Nagoya της Ιαπωνίας, υπό την καθοδήγηση των Masashi Kato και Takumi Kagawa, διερεύνησαν τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γήρανση των τριχοθυλακίων.
Τα αποτελέσματα της μελέτης τους υποδηλώνουν πως η διαδικασία του γκριζαρίσματος μπορεί να επιβραδυνθεί – και ενδεχομένως να αποφευχθεί – με τη βοήθεια συγκεκριμένων διατροφικών στοιχείων.
Οι ερευνητές εντόπισαν μια συγκεκριμένη αντιοξειδωτική ουσία που φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία των κυττάρων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή μελανίνης, της χρωστικής που δίνει στα μαλλιά το φυσικό τους χρώμα.
Αν η ανακάλυψη αυτή επιβεβαιωθεί από περαιτέρω έρευνες, ενδέχεται να ανοίξει ο δρόμος για νέες διατροφικές ή θεραπευτικές παρεμβάσεις με στόχο την καθυστέρηση της γήρανσης των μαλλιών.
Η μελέτη
Οι ερευνητές εξέτασαν τις επιδράσεις τριών αντιοξειδωτικών – λουτεολίνη, εσπερετίνη και διοσμετίνη- σε ποντίκια που εκτρέφονταν ειδικά για να εμφανίζουν γκριζάρισμα παρόμοιο με αυτό των ανθρώπων.
Τα αποτελέσματα;
Τα ποντίκια που έλαβαν λουτεολίνη διατήρησαν το μαύρο χρώμα στο τρίχωμά τους.
Εκείνα που δεν έλαβαν σταδιακά γκριζάρισαν.
Το αποτέλεσμα αυτό παρατηρήθηκε ανεξάρτητα από το αν η λουτεολίνη εφαρμόστηκε εξωτερικά ή χορηγήθηκε εσωτερικά.
Ο δρ. Kato εξέφρασε την έκπληξή του για τα ευρήματα: «Αναμέναμε ότι όλα τα αντιοξειδωτικά θα μπορούσαν να επηρεάσουν το γκριζάρισμα, ωστόσο μόνο η λουτεολίνη παρήγαγε σημαντικά αποτελέσματα, υποδηλώνοντας ότι έχει μια μοναδική φαρμακευτική δράση στην πρόληψη του γκριζαρίσματος των μαλλιών».
Πώς λειτουργεί η λουτεολίνη
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο αντίκτυπος της λουτεολίνης συνδέεται στενά με τις ενδοθηλίνες, πρωτεΐνες που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην κυτταρική επικοινωνία.
Η λουτεολίνη διατήρησε την έκφραση των ενδοθηλινών και του υποδοχέα τους, διασφαλίζοντας έτσι υγιείς οδούς σηματοδότησης και συμβάλλοντας στη δραστηριότητα των μελανοκυττάρων που παράγουν χρωστική ουσία και είναι υπεύθυνα για το χρώμα των μαλλιών και τα οποία συνήθως μειώνονται με τη γήρανση.
Οι ερευνητές σημείωσαν, επιπλέον, ότι η λουτεολίνη είχε ελάχιστες επιδράσεις στους κύκλους ανάπτυξης της τρίχας, υποδεικνύοντας ότι η πρωταρχική της δράση εστιάζει στον χρωματισμό κι όχι στην πυκνότητα των μαλλιών.
«Αυτός ο στοχευμένος μηχανισμός καθιστά τη λουτεολίνη έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα υποψήφιο για την πρόληψη του γκριζαρίσματος των μαλλιών», πρόσθεσε ο δρ. Kato.
Οι προοπτικές
Τα ευρήματα ανοίγουν πολλά υποσχόμενους δρόμους για πρακτικές εφαρμογές.
Η λουτεολίνη είναι ήδη διαθέσιμη, τόσο για τοπική εξωτερική χρήση, όσο και ως από του στόματος μορφή συμπληρώματος, καθιστώντας την ένα βιώσιμο στοιχείο για θεραπείες περιποίησης μαλλιών.
Εάν η μελλοντική έρευνα επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητά της στους ανθρώπους, τα προϊόντα με βάση τη λουτεολίνη θα μπορούσαν να γίνουν βασικό προϊόν για όσους επιθυμούν να διατηρήσουν το φυσικό χρώμα των μαλλιών τους καθώς γερνούν.
«Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνήσουμε αν οι αντιγηραντικές ιδιότητες της λουτεολίνης επεκτείνονται και σε άλλες αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας μαλλιών», σημείωσε από την πλευρά του ο δρ. Kagawa.
Αν και απαιτούνται περισσότερες έρευνες, τα εν λόγω ευρήματα προσφέρουν μια συναρπαστική ματιά σε μια πιθανή φυσική θεραπεία για τη γήρανση των μαλλιών.
Εάν αποδειχθεί αποτελεσματική, η λουτεολίνη θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη φροντίδα των μαλλιών, προσφέροντας μια επιστημονικά τεκμηριωμένη λύση που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να διατηρήσουν τη νεανική τους εμφάνιση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.