Είναι γεμάτο λίπος και πρωτεϊνες καθώς αποτελείται από αλλαντικά, όσπρια κι αυγά. Ωστόσο ακριβώς αυτή η μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτεϊνη μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια των περιττών κιλών, σύμφωνα με ερευνητές.
Για την ακρίβεια, αμερικανοί επιστήμονες από το Πανεπιστημίου του Μιζούρι, υποστηρίζουν πως ένα πλούσιο σε πρωτεΐνη πρόγευμα θα ήταν δυνατόν, σε αντίθεση με τους υδατάνθρακες και τις πλούσιες σε φυτικές ίνες τροφές, να καταπολεμήσει αποτελεσματικότερα τα τσιμπολογήματα και τις «κρίσεις» πείνας κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η κατανάλωση τροφών όπως τα λουκάνικα, τα αβγά και το μπέικον για πρωινό, περιορίζει την όρεξη και άρα τις θερμίδες που πρόκειται να καταναλώσουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατά τους επιστήμονες. Εν αντιθέσει, τα δημητριακά, τα φρούτα και οι τροφές χαμηλών λιπαρών μας αφήνουν με ένα συνεχές αίσθημα πείνας που μας κάνει πιο επιρρεπείς στο τσιμπολόγημα.
Η έρευνα
Στο πλαίσιο της “λαχταριστής” δοκιμής τους, έλαβαν μέρος γυναίκες ηλικίας 18-55 ετών. Οι εθελόντριες μοιράστηκαν σε τρεις ομάδες: στην πρώτη δόθηκε μόνο ένα ποτήρι νερό. Στις άλλες δύο ομάδες, προσφέρθηκε πρωινό 300 θερμίδων και ίσης περιεκτικότητας σε λιπαρά και φυτικές ίνες, διαφορετικής όμως πρωτεϊνικής περιεκτικότητας. Το πρωινό της μιας ομάδας περιελάμβανε 39γρ. πρωτεΐνης, τη στιγμή που εκείνο της άλλης περιελάμβανε 30γρ. πρωτεΐνης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχουσες που είχαν καταναλώσει το ενισχυμένο πρωτεϊνούχο πρωινό, παρέμεναν χορτάτες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συγκριτικά με όσες είχαν καταναλώσει πρωινό με μικρότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και ίση περιεκτικότητα σε λιπαρά και φυτικές ίνες.
Ειδικότερα, οι ειδικοί είδαν ότι περίπου 35γρ. πρωτεΐνης στο πρωινό – ποσότητα αντίστοιχη με μια ομελέτα με τέσσερα αβγά ή με δύο λουκάνικα ή με μια φέτα μπέικον – βοηθούσε στο «κούρδισμα» της όρεξης κατά τη διάρκεια της ημέρας.
«Η κατανάλωση ενός πρωτεϊνούχου πρωινού, φάνηκε να βελτιώνει τον έλεγχο της όρεξης, γεγονός που θα μπορούσε να προστατεύσει τις γυναίκες από τα “επικίνδυνα” τσιμπολογήματα μέσα στην ημέρα» είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της μελέτης δρ Κέβιν Μάκι.