Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο πέμπτος συνηθέστερος καρκίνος στο δυτικό κόσμο και η δεύτερη πιο συχνή κακοήθεια του ουροποιητικού συστήματος μετά τον καρκίνο του προστάτη.
Με περισσότερους από 175.000 ανθρώπους να διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο με καρκίνο της ουροδόχου κύστης στην Ευρώπη, χρειάζεται να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για την ενημέρωση του κόσμου, μιας και η πρώιμη διάγνωση και η έγκαιρη θεραπεία της νόσου έχουν αποφασιστική σημασία.
“Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί μια κακοήθεια με απρόβλεπτη βιολογική συμπεριφορά.
Έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα υποτροπής σε σχέση με τις υπόλοιπες κακοήθειες του ανθρώπινου σώματος“, αναφέρει ο κ. Ιωάννης Μπουζάλας – Ουρολόγος – Διευθυντής ΣΤ΄ Ουρολογικής Κλινικής, Κλινική Ενδοουρολογίας και Ελάχιστα Επεμβατικής Αντιμετώπισης της Ουρολιθίασης Metropolitan General, προσθέτοντας:
“Αν και είναι μια κοινή μορφή καρκίνου, στη χώρα μας αποτελεί την 4η συχνότερη κακοήθεια, δεν έχει την προσοχή που χρειάζεται.
Επηρεάζει δραματικά τη ζωή των χιλιάδων ασθενών και έχει σημαντικές επιπτώσεις στο εθνικό σύστημα υγείας“.
Παράγοντες κινδύνου
- Το κάπνισμα είναι ο σημαντικότερος προδιαθεσικός παράγοντας. Οι καπνιστές έχουν τριπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου σε σχέση με τους μη καπνιστές.
- Η επαγγελματική έκθεση σε χημικά αποτελεί τον 2ο πιο σημαντικό παράγοντα κινδύνου (αποτελεί το 10% όλων των περιπτώσεων). Έχει βρεθεί συσχέτιση του καρκίνου της κύστης με ορισμένα επαγγέλματα, κατά τα οποία υπάρχει επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες, όπως οι αρωματικές αμίνες. Οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται συχνά σε βιομηχανίες που επεξεργάζονται χημικά, χρώματα, πίσσα, ελαστικά, εκτυπωτικά, πετρελαιοειδή και δέρματα.
- Η αιματουρία αποτελεί το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου και είναι συνήθως ανώδυνη. Μπορεί να είναι μακροσκοπική, όταν τα ούρα είναι εμφανώς κόκκινα ή μικροσκοπική, όταν η παρουσία του αίματος αποκαλύπτεται μόνο με το μικροσκόπιο.
- Η κυστεοσκόπηση αποτελεί τη βασική διαγνωστική εξέταση. Η άμεση όραση της κύστης επιτρέπει στον ουρολόγο να διαγνώσει πιθανές βλάβες που δεν φαίνονται σε καμία άλλη διαγνωστική εξέταση.