Με το σπινθηρογράφημα καρδιάς ή μυοκαρδίου, ελέγχεται η αιμάτωση του μυοκαρδίου και έμμεσα εξάγονται συμπεράσματα για την κατάσταση των στεφανιαίων αγγείων.
Πριν την λήψη του σπινθηρογράφηματος καρδιάς ο άρρωστος υπόκειται σε δοκιμασία κόπωσης είτε με την κλασσική τεχνική σε κυλιόμενο τάπητα ή με φάρμακα εάν υπάρχουν ειδικοί λόγοι όπως άρρωστοι που για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορούν να υποβληθούν σε σωματική άσκηση η κόπωση.
Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας υπάρχει συνεχής παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και συχνή μέτρηση της αρτηριακής πιέσεως.
Η δοκιμασία διακόπτεται για τους ίδιους λόγους όπως όταν δεν συνοδεύεται από σπινθηρογράφημα, δηλαδή όταν ο ασθενής φθάσει στο μέγιστο της ασκήσεως ή όταν εμφανίσει συμπτώματα ή / και ηλεκτροκαρδιογραφικές μεταβολές που δεν επιτρέπουν τη συνέχιση της ασκήσεως, χορηγείται μια μικρή ποσότητα ραδιενεργού ουσίας, συνήθως θάλλιο 201 ή τεχνήτιο, ενδοφλεβίως.
Μετά τη χορήγηση του ραδιοϊσοτόπου, ο ασθενής ξαπλώνει σε ειδικό κρεβάτι κάτω από μια γ-κάμερα. Η κάμερα έχει μία έως τρεις κεφαλές που περιστρέφονται γύρω από το θώρακα του ασθενούς και συλλαμβάνει τους σπινθηρισμούς της ραδιενεργού ουσίας που προέρχονται από την καρδιά. Με ειδική επεξεργασία καταγράφονται οι εικόνες της καρδιάς
Το θάλλιο με το αίμα, πηγαίνει στις στεφανιαίες αρτηρίες (είναι τα αγγεία που αιματώνουν την καρδιά) και προσλαμβάνεται από τα μυοκαρδιακά κύτταρα.
Η λήψη της πρώτης ομάδας εικόνων γίνεται αμέσως μετά τη δοκιμασία κοπώσεως. Η πρώτη ομάδα εικόνων δείχνει την αιμάτωση της καρδιάς κατά την άσκηση. Η λήψη εικόνων επαναλαμβάνεται μετά 2,30 ως 4 ώρες. Η δεύτερη ομάδα εικόνων δείχνει την αιμάτωση της καρδιάς σε κατάσταση ηρεμίας.
Όταν μια περιοχή της καρδιάς δεν αιματώνεται καλά, προσλαμβάνει λιγότερο θάλλιο και φαίνεται σαν ελλειμματική περιοχή σε σύγκριση με μια άλλη περιοχή η οποία αιματώνεται φυσιολογικά και ως εκ τούτου δεν απεικονίζεται έλλειμμα.
Οι εικόνες που λαμβάνονται στο τέλος της κόπωσης δείχνουν την αιμάτωση της καρδιάς κατά την άσκηση. Μια δεύτερη σειρά εικόνων λαμβάνονται 4-24 ώρες μετά την κόπωση και δείχνουν την αιμάτωση της καρδιάς στην ηρεμία. Οι εικόνες αυτές συγκρίνονται με αυτές της κόπωσης.
Με το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου μπορεί να απεικονισθεί η εντόπιση και το μέγεθος των ελλειμμάτων αιματώσεως και μ’ αυτόν τον τρόπο να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της στεφανιαίας νόσου. Εκτός από τη διάγνωση, μπορεί να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα της αντιστηθαγχικής αγωγής, η ύπαρξη βιωσίμου (“ζωντανού”) μυοκαρδίου σε ασθενείς με δυσλειτουργούσα (“αδύναμη”) καρδιά, καθώς επίσης και η μελλοντική έκβαση ασθενών μετά από έμφραγμα ή με χρόνια στεφανιαία νόσο. Αν ο θεράπων καρδιολόγος το κρίνει αναγκαίο, ο έλεγχος του ασθενούς μπορεί να συνεχισθεί περαιτέρω με καρδιακό καθετηριασμό και στεφανιογραφία.