Η παρατεταμένη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου, ακόμα και όταν η ρύπανση είναι χαμηλότερη από τα επίπεδα που θεωρούνται επιβλαβή σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας και της ΕΕ.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε μία νέα μελέτη από το πανεπιστήμιο Karolinska της Σουηδίας, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Planetary Health.
Οι επιστήμονες της μελέτης υποστήριξαν επίσης ότι οι παρούσες οδηγίες σχετικά με την ποιότητα του αέρα θα πρέπει να αλλάξουν καθώς δεν επαρκούν για να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία.
Η παρούσα μελέτη οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Karolinska, ωστόσο συμμετείχαν σε αυτή αρκετά πανεπιστήμια από όλη την Ευρώπη.
Η μελέτη
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες εξέτασαν περίπου 137.000 εθελοντές από τη Σουηδία, τη Δανία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και άλλες χώρες, για 17 χρόνια κατά μέσο όρο.
Ο στόχος της έρευνας ήταν να διαπιστώσει αν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα καρδιαγγειακά συμβάματα (έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο) και την παρατεταμένη έκθεση στη λεπτή σωματιδιακή ύλη (σωματίδια με μάζα μικρότερη από 2.5 μικρόνια), στο διοξείδιο του αξώτου, στο μαύρο άνθρακα και το όζον.
«Για κάθε αύξηση της λεπτής σωματιδιακής ύλης κατά 5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο στον αέρα, διαπιστώσαμε αύξηση στον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 10%.
Η έρευνά μας έδειξε ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα, η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, ακόμα και μετά την προσαρμογή για το θόρυβο», αναφέρουν οι επιστήμονες της έρευνας.
Οι επιστήμονες συνέδεσαν επίσης την έκθεση στο διοξείδιο του αζώτου, καθώς και την έκθεση στο μαύρο άνθρακα με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Το διοξείδιο του αζώτου συνδέθηκε ακόμη με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Συγκεκριμένα, για κάθε αύξηση 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο στην ατμόσφαιρα, ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου αυξανόταν κατά 4%.
Προφανώς, η παρούσα μελέτη παρατήρησης δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος στην παραπάνω σύνδεση.
Οι επιστήμονες δεν κατάφεραν επίσης να προσδιορίσουν ένα συγκεκριμένο όριο ατμοσφαιρικής ρύπανσης το οποίο θεωρείται «ασφαλές» για την καρδιαγγειακή υγεία.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της λεπτής σωματιδιακής ύλης ήταν εμφανείς ακόμα και σε εθελοντές που ζούσαν σε περιοχές με επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα όρια που έχει θέσει ο WHO και η ΕΕ.
«Το αποτέλεσμα αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και δείχνει ότι θα πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα προκειμένου να περιορίσουμε τους κινδύνους από την ατμοσφαιρική ρύπανση στον πληθυσμό», αναφέρουν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
Ο WHO έχει δεσμευτεί ότι σύντομα θα αλλάξει τις οδηγίες του για την ατμοσφαιρική ρύπανση και θα δημοσιεύσει νέες οδηγίες.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center