Γνωρίζουμε σήμερα ότι η διατροφή που περιλαμβάνει αυξημένη κατανάλωση λιπών συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Αυτό συμβαίνει κυρίως μέσω μίας σειράς αρνητικών επιδράσεων στη φυσιολογική λειτουργία του εντέρου, οι οποίες ευνοούν τον πολλαπλασιασμό επιβλαβών μικροβίων.
Τα μικρόβια αυτά μετατρέπουν τις χημικές ουσίες των λιπαρών τροφίμων σε επιβλαβείς μεταβολίτες που αυξάνουν τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης, μίας διαταραχής που χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση πλακών στα τοιχώματα των αρτηριών.
Μέχρι σήμερα, ο μηχανισμός μέσω του οποίου τα μικρόβια του εντέρου προκαλούν καρδιαγγειακή νόσο δεν είχε αποσαφηνιστεί.
Ωστόσο, μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science προσφέρει σημαντικές πληροφορίες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το παραπάνω φαινόμενο.
Διατροφή, μικροβίωμα και Καρδιαγγειακή Νόσος
Σύμφωνα με το World Gastroenterology Organization, τα τρόφιμα που καταναλώνουμε αλληλεπιδρούν με το μικροβίωμα του εντέρου μας.
Τα μικρόβια αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην υγεία μας και μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διάφορων νόσων.
Ως αποτέλεσμα, οι αλλαγές στη φυσιολογική λειτουργία του εντέρου μπορεί να οδηγήσουν σε εμφάνιση παθήσεων όπως:
-το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου,
-η παχυσαρκία και,
-η καρδιαγγειακή νόσος.
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης προέρχονται από το Vanderbilt University Medical Center και θέλησαν να εξερευνήσουν την παραπάνω σύνδεση ανάμεσα στα μικρόβια του εντέρου και τα χρόνια νοσήματα.
Εξετάζοντας πειραματόζωα (ποντίκια), κατάφεραν να δείξουν ότι η διατροφή με υψηλά λιπαρά μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει χρόνια φλεγμονή, καθώς και μία σειρά βλάβες στο εντερικό επιθήλιο.
Ακόμη, οι επιστήμονες διαπίστωσαν μία σειρά βλάβες στο σύστημα παραγωγής ενέργειας των μιτοχονδρίων.
Όπως υποστήριξε η επικεφαλής της μελέτης Dr Mariana Byndloss, “η έρευνα βασίστηκε σε μία προηγούμενη μελέτη που είχε δείξει ότι η διατροφή με υψηλά λιπαρά έχει διάφορες αρνητικές επιδράσεις στο έντερο και το μικροβίωμα”.
«Με βάση τα αποτελέσματα της προηγούμενης αυτής μελέτης θέλαμε να εξετάσουμε αν οι βλάβες στο εντερικό βλεννογόνο που προκαλούνται από τη δίαιτα με υψηλά λιπαρά μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το εντερικό μικροβίωμα, οδηγώντας έτσι σε εμφάνιση διαφόρων νόσων», εξήγησε.
«Η ερευνά μας έδειξε ότι τα κύτταρα του ξενιστή, ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονται στο εντερικό επιθήλιο, παίζουν σημαντικό ρόλο στο ρύθμιση της λειτουργίας του μικροβιώματος και μπορούν να ενεργοποιήσουν ή να απενεργοποιήσουν μεταβολικές οδούς στα μικρόβια που επηρεάζουν άμεσα τον κίνδυνο διαφόρων νόσων», πρόσθεσε.
Η θεωρία αυτή ουσιαστικά συμφωνεί με τις παρατηρήσεις προηγουμένων ερευνών που είχαν δείξει ότι ένα υγιές εντερικό επιθήλιο μπορεί να διατηρήσει ευκολότερα ένα πληθυσμό ωφελίμων μικροβίων.
Η Byndloss υποστήριξε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε καλύτερα τη σύνδεση ανάμεσα στα κύτταρα του ανθρώπου και τα μικρόβια που βρίσκονται στο έντερο.
Όπως εξήγησε, «μόνο αν κατανοήσουμε πλήρως την αλληλεπίδραση ξενιστή-εντερικού μικροβιώματος σε διάφορες νόσους θα μπορούμε να αναπτύξουμε κατάλληλες θεραπείες για την αντιμετώπισή τους».
Εξετάζοντας τη θεωρία
Θέλοντας να εξετάσουν την παραπάνω θεωρία, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μοντέλα πειραματοζώων.
Αρχικά παρατήρησαν ότι σε δίαιτες με υψηλά λιπαρά, το εντερικό μικροβίωμα μετέτρεπε το χλώριο σε τριμεθυλαμίνη.
Το τελευταίο με τη σειρά του έφτανε στο ήπαρ, όπου μετατρεπόταν σε ΤΜΑΟ (trimethylamine N-oxide).
Γνωρίζουμε ότι το ΤΜΑΟ παρεμβαίνει στο μεταβολισμό της χοληστερόλης και οδηγεί σε σχηματισμό πλακών οι οποίες εναποτίθενται στις αρτηρίες, ένα φαινόμενο γνωστό ως αθηροσκλήρωση.
Ακολούθως, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η διατροφή με υψηλά λιπαρά επηρεάζει τη φυσιολογική λειτουργία των μιτοχονδρίων, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή οξυγόνου και νιτρικού οξέος.
Τα αέρια αυτά ενίσχυσαν τον πολλαπλασιασμό επιβλαβών βακτηρίων στο έντερο, όπως για παράδειγμα η Escherichia coli.
Τα παραπάνω αποτελέσματα ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τη θεωρία των επιστημόνων σχετικά με τη σύνδεση ανάμεσα στη διατροφή με υψηλά λιπαρά και τον κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων νόσων.
Αποτυπώνουν επίσης λεπτομερώς τους μηχανισμούς μέσω των οποίων εμφανίζονται οι παραπάνω παθήσεις.
Μία άλλη σημαντική παρατήρηση της μελέτης ήταν το γεγονός ότι μετά τη θεραπεία με 5-αμινοσαλικυλικό οξύ, τα επίπεδα του οξυγόνου και του νιτρικού οξέος στα μιτοχόνδρια επανήλθαν εντός φυσιολογικών ορίων.
Επιπλέον, το φάρμακο κατάφερε να επιβραδύνει την αύξηση στα επίπεδα των ΤΜΑΟ στο αίμα.
Αν και τα αποτελέσματα αυτά είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, οι επιστήμονες αναγνώρισαν ότι η έρευνά τους είχε ορισμένους περιορισμούς.
-Αρχικά, εξέτασαν πειραματόζωα και όχι ανθρώπους εθελοντές.
-Δεύτερον, παρά τις παραπάνω παρατηρήσεις, δεν διαπιστώθηκε αύξηση στα περιστατικά καρδιαγγειακής νόσου, καθώς δεν υπήρχαν τα κατάλληλα πειραματόζωα για να εξεταστεί αυτός ο στόχος.
Στο μέλλον, οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν και νέες μελέτες με σκοπό να εξετάσουν αν η αύξηση στα επίπεδα των ΤΜΑΟ από τη διατροφή με υψηλά λιπαρά μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και καρδιαγγειακής νόσου.
Μία άλλη νόσος την οποία σκοπεύουν να εξετάσουν οι επιστήμονες στο άμεσο μέλλον είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου.
Μέχρι τότε, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η διατροφή με υψηλά λιπαρά αυξάνει τους πληθυσμούς των επιβλαβών μικροβίων στο έντερο.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center