Στο παρελθόν, αρκετές μελέτες είχαν παρατηρήσει σύνδεση ανάμεσα στην καρδιαγγειακή νόσο και την άνοια.
Για παράδειγμα, μία έρευνα του 2017 είχε δείξει ότι οι ασθενείς μέσης ηλικίας με παράγοντες κινδύνου για την καρδιαγγειακή νόσο (ιστορικό καπνίσματος, παχυσαρκία, διάγνωση διαβήτη ή υπέρτασης) διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν άνοια.
“Σήμερα, μία νέα μελέτη που εξέτασε ένα μεγάλο δείγμα εθελοντών, υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι που έχουν καλή καρδιακή υγεία, έχουν καλύτερα αποτελέσματα στις εξετάσεις των γνωστικών λειτουργιών.
Η έρευνα, η οποία διεξήχθη από αρκετά Πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας και της Βραζιλίας, δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό European Heart Journal Cardiovascular Imaging”, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής, Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
«Τα αποτελέσματά μας είναι ιδιαίτερα σημαντικά σήμερα, καθώς η μέση ηλικία του παγκοσμίου πληθυσμού συνεχώς αυξάνεται ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις χρόνιες παθήσεις, όπως η ισχαιμική καρδιακή νόσος και η άνοια», υποστήριξε ένας από τους επιστήμονες της έρευνας.
«Η διερεύνηση της σύνδεσης ανάμεσα στις παραπάνω παθήσεις μάς επιτρέπει να βελτιστοποιήσουμε την προσέγγιση στους ηλικιωμένους ασθενείς αναπτύσσοντας νέες θεραπείες», πρόσθεσε.
Μία νέα ματιά στα δεδομένα
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από 29.763 εθελοντές του UK Biobank, μία βάση δεδομένων που περιέχει πληροφορίες για την υγεία και τη γενετική από σχεδόν 500.000 εθελοντές.
Η μέση ηλικία των εθελοντών που εξετάστηκαν στην έρευνα ήταν τα 63 χρόνια.
Συνολικά, οι εθελοντές είχαν καλύτερη υγεία και οικονομική κατάσταση από το μέσο όρο της Μεγάλης Βρετανίας.
Για τη μελέτη τους, οι επιστήμονες εξέτασαν την καρδιακή υγεία των εθελοντών μέσω των MRI που υπήρχαν στη βάση δεδομένων, διεξάγοντας παράλληλα εξετάσεις για τις γνωστικές λειτουργίες.
“Οι εξετάσεις αυτές εκτιμούν την ικανότητα ενός ατόμου να επιλύει προβλήματα με τη λογική και όχι με τις προϋπάρχουσες γνώσεις του“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης το χρόνο αντίδρασης των εθελοντών.
Όπως διαπίστωσαν, οι δείκτες καλύτερης καρδιακής υγείας συνδέθηκαν με καλύτερες επιδόσεις στις εξετάσεις των γνωστικών λειτουργιών.
Όλοι οι παραπάνω δείκτες ήταν μειωμένοι στους ασθενείς που είχαν συμπτώματα έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών.
Οι εθελοντές με αυξημένη ελαστικότητα της αορτής είχαν βραδύτερη ταχύτητα έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών που σχετίζεται με την ηλικία.
“Ακόμα και μετά την προσαρμογή για μία σειρά καρδιομεταβολικούς, δημογραφικούς και παράγοντες του τρόπου ζωής, οι περισσότερες συνδέσεις ανάμεσα στην καρδιακή υγεία και τις γνωστικές λειτουργίες παρέμειναν ισχυρές”, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Το γεγονός ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην καρδιακή και την εγκεφαλική υγεία δεν προκαλεί έκπληξη.
Η παρούσα μελέτη προσφέρει επιπλέον δεδομένα καθώς εξέτασε ένα μεγάλο εύρος βιοδεικτών της καρδιακής υγείας, τους οποίους «ταίριαξε» με δείκτες της εγκεφαλικής, καταλήγοντας σε αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Ποιοι είναι οι μηχανισμοί της σύνδεσης;
Οι μηχανισμοί για τη σύνδεση καρδιαγγειακής νόσου και άνοιας δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως σήμερα, όπως εξήγησαν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
Αν και προηγούμενες μελέτες είχαν αποδώσει τη σύνδεση στους κλασικούς παράγοντες κινδύνου για το καρδιαγγειακό (κάπνισμα, υπέρταση, υψηλή ψοληστερόλη), η παρούσα μελέτη δείχνει ότι δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τους παραπάνω παράγοντες.
Στην έρευνά τους, οι επιστήμονες αναρωτήθηκαν επίσης αν η ταυτόχρονη έκπτωση της εγκεφαλικής και καρδιακής υγείας είναι αποτέλεσμα επιτάχυνσης της πολυσυστηματικής γήρανσης.
Επιπλέον, όπως ανέφεραν, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η σύνδεση να μπορεί να εξηγηθεί από μηχανισμούς που εμπλέκονται στην εμφάνιση άλλων νόσων.
Για παράδειγμα, μία έρευνα είχε δείξει ότι οι πρωτεΐνες του β αμυλοειδούς που ανιχνεύονται στον εγκέφαλο των ασθενών με νόσο Alzheimer, μπορεί να δημιουργούν εναποθέσεις και στο μυοκάρδιο.
Οι επιστήμονες τόνισαν επίσης ότι, καθώς η μελέτη τους ήταν μία έρευνα παρατήρησης δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στις δύο παθήσεις.
“Ελπίζουν, ωστόσο, ότι οι μελλοντικές μελέτες θα καταφέρουν να εξερευνήσουν περισσότερο τη σύνδεση αυτή, αλλά και την επιβάρυνση από τους περιβαλλοντικούς, συμπεριφορικούς και άλλους παράγοντες στον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας“, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.