Μία έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications προσφέρει νέα δεδομένα σχετικά με το ρόλο των Τ λεμφοκυττάρων από προηγούμενες λοιμώξεις στην πρόληψη της COVID-19.
Αν και προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα Τ λεμφοκύτταρα που παράγονται από τους εποχικούς κορωνοϊούς μπορούν να αναγνωρίσουν τον SARS-CoV-2, η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που εξερευνά με λεπτομέρεια τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η παρουσία των παραπάνω κυττάρων επηρεάζει τον κίνδυνο λοίμωξης με τον ιό.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι παρατηρήσεις τους ανοίγουν το δρόμο για την ανάπτυξη ενός εμβολίου δεύτερης γενιάς που θα μπορεί να προστατεύσει από το στέλεχος Όμικρον, αλλά και από μελλοντικά στελέχη του SARS-CoV-2.
«Η έκθεση στον ιό SARS-CoV-2 δεν οδηγεί πάντοτε σε λοίμωξη και στην έρευνά μας θέλαμε να εξερευνήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Όπως διαπιστώσαμε, τα υψηλά επίπεδα των Τ λεμφοκυττάρων από προηγούμενες λοιμώξεις με τους εποχικούς κορωνοϊούς, μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο λοίμωξης με τον SARS-CoV-2», αναφέρουν οι συγγραφείς.
«Αν και η ανακάλυψη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, αυτή είναι μόνο μία μορφή προστασίας επομένως δεν πρέπει να βασιζόμαστε αποκλειστικά στα Τ λεμφοκύτταρα.
Η καλύτερη μέθοδος πρόληψης της COVID-19 σήμερα είναι ο εμβολιασμός», συμπλήρωσαν.
Η έρευνα ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2020 όταν οι περισσότεροι κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας δεν είχαν νοσήσει από COVID-19, ενώ κανένας δεν είχε εμβολιαστεί ακόμα.
Οι επιστήμονες εξέτασαν 52 εθελοντές που είχαν στο σπίτι τους τουλάχιστον 1 άτομο με επιβεβαιωμένη COVID-19 λοίμωξη.
Οι εθελοντές αυτοί έκαναν εξετάσεις PCR στην αρχή της έρευνας,
-4 και 7 ημέρες αργότερα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχαν λοίμωξη με τον ιό.
Οι επιστήμονες έλαβαν δείγματα αίματος από τους 52 εθελοντές 1-6 ημέρες μετά την έκθεσή τους στον SARS-CoV-2.
Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να εξετάσουν τα επίπεδα των Τ λεμφοκυττάρων που είχαν παραχθεί από προηγούμενες λοιμώξεις με κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος, καθώς και την ικανότητα των λεμφοκυττάρων αυτών να αναγνωρίζουν τις πρωτεΐνες του SARS-CoV-2.
Όπως διαπιστώθηκε, στους 26 εθελοντές που δεν παρουσίασαν τελικά λοίμωξη με τον ιό:
– τα επίπεδα των παραπάνω Τ λεμφοκυττάρων είναι πολύ υψηλότερα,
-σε σχέση με τους 26 εθελοντές που νόσησαν.
Εξερευνώντας περαιτέρω τα παραπάνω Τ λεμφοκύτταρα, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι δεν στόχευαν την πρωτεΐνη ακίδα, αλλά άλλες πρωτεΐνες του SARS-CoV-2.
Τα εμβόλια που κυκλοφορούν σήμερα δεν στοχεύουν τις παραπάνω πρωτεΐνες.
Όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες της μελέτης, τα μελλοντικά εμβόλια πιθανώς θα πρέπει να στοχεύουν περισσότερες της μίας πρωτεΐνες, γεγονός που θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της ανοσίας από τα Τ λεμφοκύτταρα.
«Η έρευνά μας προσφέρει σαφή δεδομένα που δείχνουν ότι τα Τ λεμφοκύτταρα που παράγονται από τη λοίμωξη με τους κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος μπορούν να προστατεύσουν και από τον SARS-CoV-2.
Τα παραπάνω Τ λεμφοκύτταρα στοχεύουν πρωτεΐνες που βρίσκονται στο εσωτερικό του ιού και όχι την πρωτεΐνη ακίδα», αναφέρουν οι συγγραφείς.
«Η πρωτεΐνη ακίδα παρουσιάζει συχνά μεταλλάξεις καθώς ασκείται σε αυτή έντονη εξελικτική πίεση. Αυτό, ωστόσο δεν συμβαίνει με τις εσωτερικές πρωτεΐνες του ιού οι οποίες έχουν παραμείνει αμετάβλητες σε όλα τα νεότερα στελέχη.
Επομένως, τα νεότερα εμβόλια θα πρέπει να στοχεύουν και αυτές τις πρωτεΐνες καθώς έτσι θα μπορούν να προσφέρουν ανοσία και για τα νεότερα στελέχη του ιού», καταλήγει η επιστημονική ομάδα.