Η αγευσία είναι ανεξάρτητο σύμπτωμα από την ανοσμία και μπορεί να παραμείνει στους ασθενείς μετά την αποδρομή της οξείας COVID-19 λοίμωξης, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης από την Ιταλία.
Εξετάζοντας ασθενείς που είχαν ακόμα αγευσία αρκετούς μήνες μετά την ανάρρωσή τους από COVID-19, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το 42% είχαν πράγματι το σύμπτωμα αυτό.
Επιπλέον, το 3% αν και είχε αγευσία δεν είχε ανοσμία, γεγονός που δείχνει ότι τα συμπτώματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες στο JAMA Otolaryngology-Head & Neck Surgery.
Μέχρι σήμερα πιστεύαμε ότι η αγευσία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της ανοσμίας.
Ωστόσο, η παρούσα μελέτη ανατρέπει την παραπάνω θεωρία καθώς δείχνει ότι διαφορετικοί μηχανισμοί οδηγούν στην εμφάνιση του καθενός από τα παραπάνω συμπτώματα.
Συγκεκριμένα, οι υποδοχείς του ACE2, δηλαδή τα σημεία εισόδου του ιού στα κύτταρα, βρίσκονται τόσο στα κύτταρα που σχετίζονται με την όσφρηση όσο και σε αυτά που σχετίζονται με τη γεύση, επομένως δεν αποκλείεται να επηρεάζονται τα τελευταία, χωρίς ωστόσο τα πρώτα να έχουν μολυνθεί.
Αρκετοί ασθενείς με COVID-19 παρουσιάζουν ανοσμία ή αγευσία κατά την οξεία φάση της λοίμωξης και σε ορισμένους από αυτούς τα συμπτώματα αυτά παραμένουν μακροπρόθεσμα.
Η επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης εξέτασε 105 ασθενείς με αγευσία η οποία παρέμεινε για περισσότερο από 3 μήνες μετά την COVID-19 λοίμωξη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των εθελοντών (94%) ανέφερε και ανοσμία.
Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 45 χρόνια, και,
-το 76% ήταν γυναίκες.
Το 98% των εθελοντών είχαν ήπια συμπτώματα κατά την οξεία φάση της λοίμωξης και κανένας δεν παρουσίασε πνευμονία.
226 ημέρες μετά τη διάγνωση με COVID-19, οι επιστήμονες εξέτασαν την όσφρηση και τη γεύση των εθελοντών με τις εξετάσεις Sniffin’ Sticks test και Taste Strips test, αντίστοιχα.
Από τα παραπάνω, διαπίστωσαν ότι:
-το 41.9% των εθελοντών είχαν πράγματι ανοσμία,
-με το ποσοστό αυτό να περιορίζεται στο 28.6% μετά την προσαρμογή για την ηλικία των εθελοντών.
–Μόλις 3 από τους 105 εθελοντές είχαν ανοσμία και αγευσία.
Όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες, οι ασκήσεις όσφρησης μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς που έχουν αγευσία η οποία αποδίδεται στην ανοσμία, ωστόσο για τους υπολοίπους θα πρέπει να εξερευνηθούν άλλες στρατηγικές.
Για παράδειγμα, σε ορισμένους ασθενείς η αγευσία μπορεί να συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως η ανεπάρκεια ορισμένων βιταμινών.
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι δεν είχε ομάδα ελέγχου και οι ασθενείς εξετάστηκαν σε διαφορετικές περιόδους.
Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε μόνο μία εξέταση για την εκτίμηση της γεύσης.
Τέλος, το μεγαλύτερο ποσοστό των εθελοντών ήταν γυναίκες οι οποίες είχαν ήπια συμπτώματα, επομένως τα αποτελέσματα της έρευνας πιθανώς δεν αφορούν ασθενείς άλλων ομάδων.