Αν και τα εμβόλια έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των νοσηλειών και των θανάτων από την COVID-19, εμφανίζονται συνεχώς νέα στελέχη τα οποία επηρεάζουν τόσο την αποτελεσματικότητά τους όσο και τις σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν.
Αντίστοιχα, σήμερα υπάρχουν επίσης αρκετά ερωτήματα σχετικά με την λοίμωξη που προκαλεί ο SARS-CoV-2, καθώς και τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της.
Ενδεικτικά, περίπου το 25% των ασθενών που νοσούν με COVID-19 παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα τα οποία παραμένουν μετά την ανάρρωσή τους από τον ιό.
Τόσο τα συμπτώματα της long COVID, όσο και οι σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων φαίνεται ότι σχετίζονται με την ανοσιακή απόκριση του ασθενούς, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine.
Η έρευνα προσφέρει σημαντικά δεδομένα σχετικά με τις διαφορές της ανοσιακής απόκρισης στους ασθενείς και τον τρόπο που αυτή συνδέεται με την εμφάνιση των παραπάνω συμπτωμάτων.
Αντισώματα που μιμούνται τον SARS-COV-2
Η έρευνα χρησιμοποίησε ως βάση την «Θεωρία Δικτύου» (Network Hypothesis) που διατύπωσε ο νομπελίστας Niels Jerne.
Η θεωρία αυτή εξηγεί τις μεθόδους μέσω των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα ρυθμίζει τα αντισώματα.
Όπως υποστηρίζει ο Jerne, το ανοσοποιητικό σύστημα ξεκινά αρχικά μία απόκριση αντισωμάτων για ένα αντιγόνο.
Ωστόσο, στη συνέχεια τα αντισώματα που παράγονται από την απόκριση αυτή μπορεί να αποτελέσουν επίσης στόχο του ανοσοποιητικού συστήματος, γεγονός που περιορίζει και τελικά μηδενίζει τον αριθμό τους.
Τα αντισώματα που παράγονται από τη δεύτερη ανοσιακή απόκριση (anti-idiotype antibodies) προσδένονται και καταστρέφουν τα αρχικά προστατευτικά αντισώματα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα παθολογικά αυτά αντισώματα μιμούνται το αρχικό αντιγόνο, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ανεπιθύμητες ενέργειες.
-SARS-COV-2 και ανοσοποιητικό σύστημα
Όταν ο SARS-CoV-2 εισέρχεται στον οργανισμό, η πρωτεΐνη ακίδα του προσδένεται στους υποδοχείς ACE2, γεγονός που του επιτρέπει να εισέλθει στα κύτταρα.
Το ανοσοποιητικό σύστημα ανταποκρίνεται στο φαινόμενο αυτό παράγοντας προστατευτικά αντισώματα τα οποία προσδένονται στον ιό, με αποτέλεσμα να τον αδρανοποιούν.
Ωστόσο, τα προστατευτικά αυτά αντισώματα, σταδιακά μπορεί να αποτελέσουν στόχο άλλων αντισωμάτων (anti-idiotype), γεγονός που θα περιορίσει τον αριθμό τους επηρεάζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των θεραπειών που βασίζονται στα αντισώματα.
«Η σημαντικότερη παρατήρηση της μελέτης μας είναι ότι ορισμένα από τα παθολογικά αντισώματα (anti-idiotype) ομοιάζουν δομικά και προσδένονται στους ίδιους υποδοχείς με το αντιγόνο του ιού.
Η πρόσδεση αυτή μπορεί να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα, τα οποία πιθανώς παραμένουν για μεγάλη διάρκεια», αναφέρουν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
Μάλιστα, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι τα παραπάνω αντισώματα μπορούν να προσδεθούν στους υποδοχείς ACE2, δηλαδή τους ίδιους υποδοχείς στους οποίους προσδένεται και ο SARS-CoV-2.
Μέσω αυτού του μηχανισμού μπορεί να επηρεάσουν διάφορες λειτουργίες που συνδέονται με αυτούς τους υποδοχείς.
«Καθώς οι υποδοχείς ACE2 βρίσκονται σε διάφορους κυτταρικούς τύπους, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διαπιστώσουμε αν τα anti-idiotype αντισώματα ενοχοποιούνται για τα συμπτώματα της long COVID.
Αρκετά από τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται αρκετό καιρό μετά τη λοίμωξη με τον ιό, επομένως ο παραπάνω μηχανισμός θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει την εμφάνισή τους», αναφέρει η μελέτη.
Στα εμβόλια της COVID-19, το κύριο αντιγόνο είναι η πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2.
Όλες οι μελέτες που έχουν γίνει σήμερα για τα παραπάνω εμβόλια έχουν εστιάσει αποκλειστικά στην αρχική απόκριση που δημιουργεί τα πρώτα προστατευτικά αντισώματα, χωρίς ωστόσο να εξετάζεται αν παράγονται και άλλα αντισώματα αργότερα.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες της μελέτης υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνουν άμεσα μελέτες οι οποίες θα εξετάσουν και τις επόμενες αποκρίσεις του ανοσοποιητικού συστήματος.
Καθώς τα εμβόλια αποτελούν αυτή τη στιγμή το ισχυρότερο, ίσως, όπλο μας για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι σημαντικό να εξερευνήσουμε όλες τις πτυχές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το θετικό είναι ότι σχεδόν όλες μπορούν να εξερευνηθούν στο εργαστήριο, επομένως θα έχουμε άμεσα νέα δεδομένα.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center