Καθώς μπαίνουμε πλέον στο 3ο έτος της πανδημίας και ο αριθμός των θανάτων έχει ξεπεράσει ήδη τα 5 εκατομμύρια, όλο και περισσότεροι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται να ξεμπερδέψουμε με τον ιό στο άμεσο μέλλον.
Ως αποτέλεσμα, τόσο ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την πανδημία, όσο και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε την πορεία της θα πρέπει να αλλάξουν.
Πλέον γνωρίζουμε ότι οι εμβολιασμένοι έχουν μειωμένο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά και να καταλήξουν από την COVID-19 σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, ωστόσο μπορούν να μολυνθούν κανονικά με τον ιό.
Επομένως, αντί να κοιτάμε τον συνολικό αριθμό των περιστατικών, προκειμένου να εκτιμήσουμε την εξέλιξη της πανδημίας, θα είναι προτιμότερο να εστιάσουμε στον αριθμό των νοσηλειών και των θανάτων.
Ένας επιπλέον λόγος που ο αριθμός των περιστατικών δεν αποτελεί καλό μέτρο εκτίμησης της πανδημίας είναι ότι δεν γίνονται διαγνωστικά τεστ στο σύνολο του πληθυσμού, ενώ αντιθέτως όλοι όσοι χρειάζονται νοσηλεία προσέρχονται σε κάποιο νοσοκομείο και καταγράφονται.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι οι διαγνωστικές εξετάσεις (ιδιαίτερα τα rapid και τα self-test) μπορεί να είναι ψευδώς αρνητικά.
-Γιατί δεν πρέπει να κοιτάμε τον συνολικό αριθμό περιστατικών;
Αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν πλέον ότι η ανοσία της αγέλης δεν αποτελεί ρεαλιστικό στόχο, επομένως θα πρέπει να αναλογιστούμε αν είναι σκόπιμο να παρακολουθούμε την πορεία της πανδημίας μέσω των συνολικών περιστατικών.
Αν και στο παρελθόν η παραπάνω προσέγγιση είχε λογική καθώς θέλαμε να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα μετάδοσης του ιού, αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι αυτό είναι αδύνατο, καθώς τα νέα στελέχη έχουν μεγαλύτερη μολυσματικότητα.
Ωστόσο, μετά την κυκλοφορία των εμβολίων, ο αριθμός των περιστατικών που τελικά οδηγούνται σε νοσηλεία έχει περιοριστεί αισθητά.
Στον παραπάνω στόχο έχουν βοηθήσει και τα νεότερα αντιιικά φάρμακα για την COVID-19.
Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι ο συνολικός αριθμός των νέων περιστατικών δεν μας δίνει μία καθαρή εικόνα για την εξέλιξη της πανδημίας.
Ένα σημαντικό κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας υποστηρίζει επίσης ότι σχεδόν όλοι θα εκτεθούμε στον SARS-CoV-2 κάποια στιγμή, επομένως θα πρέπει να αποδεχτούμε αυτή την πραγματικότητα προκειμένου να επιστρέψουμε στην κανονικότητα.
Πριν τα φάρμακα και τα εμβόλια, ο αριθμός των περιστατικών ήταν ανάλογος με τον αριθμό των νοσηλειών, ωστόσο αυτά τα δύο μεγέθη δεν συνδέονται πλέον με τον ίδιο τρόπο μετά την κυκλοφορία των εμβολίων, καθώς αρκετοί ασθενείς που νοσούν δεν χρειάζονται νοσηλεία γιατί έχουν εμβολιαστεί.
Μία ένδειξη σχετικά με τον τρόπο που θα εξελιχθεί η COVID-19 μάς δίνει η γρίπη, μία άλλη, ηπιότερη λοίμωξη του αναπνευστικού.
Αν και στο παρελθόν έχουμε προσπαθήσει να εξαλείψουμε τη γρίπη, ο στόχος αυτός τελικά αποδείχθηκε ουτοπικός, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ασθενών ήταν ασυμπτωματικός ή είχε ήπια συμπτώματα, επομένως ήταν πολύ δύσκολο να απομονωθεί, σταματώντας έτσι την εξάπλωση του ιού.
Ο στόχος αυτός επετεύχθη μόνο με την ευλογιά, καθώς η νόσος προκαλούσε εμφανή συμπτώματα στο δέρμα.
Το μέλλον
Τελικά, όπως αποδεικνύεται, ο στόχος της οριστικής εξάλειψης του SARS-CoV-2 ήταν περισσότερο πολιτικός παρά πρακτικός.
Αν και η COVID-19 είναι σίγουρα πιο σοβαρή λοίμωξη σε σχέση με τη γρίπη, αυτό παύει να ισχύει μετά τον εμβολιασμό μας.
Αυτή τη στιγμή κανένας δεν γνωρίζει πόσα είναι τα περιστατικά γρίπης σε μία συγκεκριμένη πόλη και έχουμε μάθει πλέον να ζούμε με αυτό τον ιό.
Καθώς οι λοιμώξεις του αναπνευστικού εξαπλώνονται με ιδιαίτερη ευκολία, είναι αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή όλοι θα εκτεθούμε στον SARS-CoV-2, εφόσον αυτός συνεχίσει να κυκλοφορεί στην κοινότητα.
Αυτό είναι το σημείο που ο εμβολιασμός θα μας προστατεύσει καθώς θα περιορίσει σημαντικά την πιθανότητα να νοσήσουμε σοβαρά από αυτή τη λοίμωξη.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα φαίνεται ότι μάλλον θα χρειαζόμαστε και τακτικές ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων προκειμένου να διατηρήσουμε χαμηλό τον παραπάνω κίνδυνο.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center