Τα επίπεδα των αντισωμάτων που μπορούν να εξουδετερώσουν τον SARS-CoV-2 αρχίζουν να φθίνουν μετά από κάποιες εβδομάδες ή μήνες μετά τη λήψη του εμβολίου.
Οι δόσεις ενίσχυσης έχει υποτεθεί ότι μπορεί να αυξήσουν την προστασία ειδικά ενάντια στα νέα στελέχη.
Οι ιοί μεταλλάσσονται με την πάροδο του χρόνου και μπορούν να διαφύγουν της ανοσίας που παρέχουν τα εμβόλια.
Σε μία μελέτη σε μακάκους, των οποίων η απάντηση στα εμβόλια προσομοιάζει των ανθρώπων, μελετήθηκε η αντισωματική απάντηση όταν έλαβαν δόση ενίσχυσης με Moderna, ή με μία τροποποιημένη μορφή του εμβολίου για το στέλεχος Βήτα.
Οι μακάκοι είχαν λάβει δύο δόσεις του εμβολίου της Moderna και έξι μήνες μετά μία δόση ενίσχυσης.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα.
Στα πλαίσια της μελέτης εκτιμήθηκε η Β και η Τ κυτταρική ανοσία.
Ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων αυξήθηκε για όλα τα στελέχη και με τα δύο είδη δόσεων ενίσχυσης.
Εννέα εβδομάδες μετά οι μακάκοι εκτέθηκαν στο στέλεχος Βήτα του ιού.
Τα επίπεδα του ιού στον πνεύμονα ήταν χαμηλά, ή μη ανιχνεύσιμα και πολύ μειωμένα σε ρινικό επίχρισμα.
Αυτό καταδεικνύει ότι οι δόσεις ενίσχυσης μπορεί να συμβάλλουν και στη μείωση της διασποράς της νόσου.
Το ανοσοποιητικό σύστημα προσαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου παράγοντας πιο ποιοτικά αντισώματα μήνες μετά τον αρχικό εμβολιασμό, και οι δόσεις ενίσχυσης περαιτέρω συμβάλλουν σε μία ισχυρή και ανοσία που διαρκεί.
Συμπερασματικά, με βάση τα στοιχεία αυτά μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι οι δόσεις ενίσχυσης μειώνουν τη σοβαρή νόσο και το θάνατο ειδικά στις ευπαθείς ομάδες, αλλά πιθανά και την ήπια νόσο και τη μετάδοση.