Οι ασθενείς που μολύνθηκαν με το στέλεχος που κυκλοφόρησε στην αρχή της πανδημίας έχουν δύο είδη αντισωμάτων που προσδένονται στην πρωτεΐνη ακίδα του ιού SARS-CoV-2.
Ωστόσο, τα αντισώματα αυτά δεν μπορούν να προσδεθούν εξίσου ισχυρά στα νεότερα στελέχη του ιού, όπως έδειξε μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της μελέτης, προκειμένου να αναπτύξουμε νέα, αποτελεσματικά εμβόλια θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια είναι τα αντισώματα που μπορούν να εξουδετερώσουν καλύτερα τον ιό.
«Η απόκριση των αντισωμάτων θα πρέπει να εξερευνηθεί καθώς μας προσφέρει σημαντικά δεδομένα τόσο για την ίδια τη λοίμωξη όσο και για τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει ένα αποτελεσματικό εμβόλιο.
Ο οργανισμός έχει την ικανότητα να δημιουργήσει περίπου 1 τρισεκατομμύριο διαφορετικά είδη αντισωμάτων.
Όταν διαπιστώσουμε ότι οι ασθενείς παράγουν ένα συγκεκριμένο είδος μετά τη μόλυνση με τον ίδιο ιό, τότε από αυτό καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα αντισώματα θα πρέπει να παράγονται από το εμβόλιο που θα αναπτύξουμε προκειμένου να έχει υψηλή αποτελεσματικότητα», αναφέρει η μελέτη.
Οι επιστήμονες εξέτασαν όλες τις έρευνες που είχαν δεδομένα από δείγματα αίματος ασθενών με COVID-19, με σκοπό να διαπιστώσουν ποια αντισώματα παράγονται σε μία λοίμωξη από τον SARS-CoV-2.
Από τα παραπάνω αντισώματα, επικεντρώθηκαν περισσότερο σε αυτά που στοχεύουν την πρωτεΐνη ακίδα, δηλαδή το τμήμα του ιού που προσδένεται στα κύτταρα του ανθρώπου.
Η πρωτεΐνη ακίδα αποτελεί σήμερα και το στόχο των περισσοτέρων εμβολίων.
Η αναζήτηση αυτή οδήγησε την επιστημονική ομάδα σε δύο κύριες κατηγορίες αντισωμάτων, γεγονός που πρακτικά επιβεβαιώνει ότι όλοι οι ασθενείς παρουσιάζουν παρόμοια ανοσιακή απόκριση για τον ιό.
«Ο στόχος μας ήταν να διαπιστώσουμε ποια είναι τα αντισώματα που παράγονται στους ασθενείς που μολύνθηκαν με το αρχικό στέλεχος της πανδημίας», ανέφεραν οι επιστήμονες.
«Την περίοδο που ξεκινήσαμε τη μελέτη μας δεν υπήρχαν ακόμα νέα στελέχη του SARS-CoV-2.
Ωστόσο, όταν άρχισαν να εμφανίζονται νέες μεταλλάξεις, αποφασίσαμε να εξετάσουμε αν τα αντισώματα για το αρχικό στέλεχος μπορούν να προσδεθούν και στα νεότερα στελέχη του ιού», πρόσθεσαν.
Όπως διαπίστωσαν, τα αντισώματα αυτά δεν είχαν την ικανότητα να προσδένονται εξίσου ισχυρά και στα νεότερα στελέχη του ιού.
Το γεγονός αυτό προφανώς επηρεάζει την ανοσία των ασθενών που έχουν ιστορικό λοίμωξης COVID-19, καθώς πρακτικά σημαίνει ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης από τα νεότερα στελέχη απ’ όσο πιστεύαμε.
Επιπλέον, η παρατήρηση αυτή της έρευνας δείχνει ότι θα πρέπει να αναπτύξουμε νέα εμβόλια ή να προσαρμόσουμε τα ήδη υπάρχοντα με σκοπό να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά τους για τα νεότερα στελέχη του ιού.
«Η απόκριση αντισωμάτων ήταν ιδιαίτερα ισχυρή ενάντια στο αρχικό στέλεχος του ιού, ωστόσο δεν μπορεί να εξουδετερώσει τα νεότερα στελέχη», αναφέρουν οι επιστήμονες.
«Προφανώς, όταν ο ιός μεταλλάσσεται, η απόκριση αντισωμάτων μπορεί να επηρεαστεί.
Ωστόσο, το ανοσοποιητικό σύστημα δεν στοχεύει μόνο 1 κομμάτι του ιού, επομένως θα υπάρχει ακόμα κάποιου βαθμού προστασία.
Στην έρευνά μας εξετάσαμε μόνο τα αντισώματα για την πρωτεΐνη ακίδα και ουσιαστικά επιβεβαιώσαμε ότι αυτά δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά ενάντια στα νεότερα στελέχη», σημείωσαν.
Οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι θα ήθελαν στο μέλλον να κάνουν αντίστοιχες μελέτες για να εξετάσουν ειδικά το στέλεχος Δέλτα, προκειμένου να διαπιστώσουν πως διαφέρει η απόκριση για το στέλεχος αυτό συγκριτικά με άλλα στελέχη.
«Ο στόχος μας είναι να βοηθήσουμε την εταιρίες που αναπτύσσουν εμβόλια έτσι ώστε να γνωρίζουν πως θα πρέπει να τροποποιήσουν τα εμβόλιά τους για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα νεότερα στελέχη.
Όταν θα έχουμε περισσότερα δεδομένα από ασθενείς που μολύνθηκαν με το στέλεχος Δέλτα, θα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαφορές της ανοσιακής απόκρισης», καταλήγει η μελέτη.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center