Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 έχουν αυτοαντισώματα σε υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τους ασθενείς που δεν έχουν μολυνθεί με τον SARS-CoV-2, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης.
Όπως υποστηρίζει η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, οι ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19 μετά τη νοσηλεία τους, ενδεχομένως θα έχουν και άλλα προβλήματα υγείας εξ’ αιτίας των παραπάνω αντισωμάτων.
Οι επιστήμονες της μελέτης εξέτασαν την παρουσία αυτοαντισωμάτων σε δείγματα αίματος που είχαν λάβει από 147 ασθενείς με COVID-19 σε 3 νοσοκομεία των ΗΠΑ.
Στα πλαίσια της έρευνας χρησιμοποίησαν επίσης δείγματα αίματος που είχαν λάβει από εθελοντές πριν την πανδημία της COVID-19 (ομάδα ελέγχου).
Οι ερευνητές υπολόγισαν τα επίπεδα των αντισωμάτων που στοχεύουν τον SARS-CoV-2, των αυτοαντισωμάτων, καθώς και των αντισωμάτων που στοχεύουν κυτταροκίνες (πρωτεΐνες του ανοσοποιητικού συστήματος).
Πάνω από το 60% των νοσηλευομένων ασθενών για COVID-19 είχαν αντισώματα για τις κυτταροκίνες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα ελέγχου ήταν περίπου 15%.
Το παραπάνω φαινόμενο, σύμφωνα με τους επιστήμονες αποδίδεται σε υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκλήθηκε από κάποιο λοιμογόνο παράγοντα.
Κατά τη διάρκεια της «μάχης» με το παθογόνο, ο υψηλός αριθμός κυτταροκινών μπορεί να προκαλέσει παραγωγή αυτοαντισωμάτων γι’ αυτές.
Αν οποιοδήποτε από τα παραπάνω αντισώματα δεν επιτρέπει στις κυτταροκίνες να προσδεθούν στα ανοσιακά κύτταρα-στόχος, τότε τα τελευταία δεν θα ενεργοποιηθούν.
Το γεγονός αυτό δίνει περισσότερο χρόνο στον ιό να πολλαπλασιαστεί και να προκαλέσει σοβαρότερη νόσηση.
Παρακολουθώντας τα Αυτοαντισώματα
Για περίπου 50 ασθενείς, οι επιστήμονες είχαν δείγματα αίματος από διάφορες ημέρες, μεταξύ των οποίων και η ημέρα της εισαγωγής στο νοσοκομείο.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους επιστήμονες να εξετάσουν τις διακυμάνσεις στα επίπεδα των αυτοαντισωμάτων.
Όπως παρατήρησαν, μετά από μία εβδομάδα νοσηλείας, το 20% των ασθενών είχαν αναπτύξει αυτοαντισώματα τα οποία δεν είχαν όταν μπήκαν στο νοσοκομείο.
Τα επίπεδα των παραπάνω αυτοαντισωμάτων μάλιστα, ήταν συγκρίσιμα με αυτά που παρατηρούνται στους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρουσία των παραπάνω αυτοαντισωμάτων μπορεί να αποτελεί απλά αύξηση στα επίπεδα αντισωμάτων που προϋπήρχαν σε χαμηλά επίπεδα.
Όπως εξήγησαν οι επιστήμονες, δεν αποκλείεται αρκετοί από τους ασθενείς να είχαν κάποια αυτοάνοση νόσο η οποία δεν είχε εκδηλώσει συμπτώματα πριν τη μόλυνση με τον ιό.
Προφανώς δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο ότι τα αυτοαντισώματα δημιουργήθηκαν γιατί ορισμένα τμήματα του ιού ομοιάζουν φυσιολογικές πρωτεΐνες του ανοσοποιητικού συστήματος.
«Κατά τη διάρκεια μίας COVID-19 λοίμωξης, το ανοσοποιητικό σύστημα διασπά τα σωματίδια του ιού και ανακαλύπτει τμήματα τα οποία δεν είχε αντιληφθεί αρχικά.
Αν κάποιο από αυτά μοιάζει με μία πρωτεΐνη του οργανισμού μας, αυτό μπορεί να προκαλέσει παραγωγή αυτοαντισωμάτων», αναφέρουν οι επιστήμονες στη μελέτη.
Η παρατήρηση αυτή ενισχύει ακόμα περισσότερο το επιχείρημα του εμβολιασμού, καθώς τα εμβόλια δημιουργούν ανοσία για μία μόνο πρωτεΐνη του ιού (την ακίδα).
Κατά συνέπεια, ο εμβολιασμός δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει σε παραγωγή αυτοαντισωμάτων, ενώ ακόμα κι αν μολυνθούμε, η λοίμωξη θα αντιμετωπιστεί ταχύτερα επομένως δεν θα εμφανιστούν αυτοαντισώματα.
Επιπλέον, το εμβόλιο προκαλεί ηπιότερη φλεγμονή σε σχέση με μία λοίμωξη, επομένως υπάρχει μειωμένη πιθανότητα το ανοσοποιητικό σύστημα να δημιουργήσει αντισώματα για τις δικές του σηματοδοτικές πρωτεΐνες.
Οι προκλητικοί παράγοντες της αυτανοσίας
Μία άλλη πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature είχε δείξει ότι, αντίθετα με την COVID-19 λοίμωξη, το εμβόλιο της Pfizer δεν προκαλεί παραγωγή αυτοαντισωμάτων.
Αν δεν έχετε εμβολιαστεί ακόμα με το σκεπτικό ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι που νοσούν από COVID-19 αναρρώνουν πλήρως»,, πιθανώς θα πρέπει να αναθεωρήσετε την άποψή σας καθώς δεν είναι δυνατό να γνωρίζετε εκ των προτέρων αν θα έχετε ήπια νόσηση.
Στο ενδεχόμενο μίας σοβαρής λοίμωξης, μπορεί να αντιμετωπίσετε προβλήματα υγείας μακροπρόθεσμα εξ’ αιτίας της αυτοανοσίας.
Προφανώς αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων, επομένως καλό θα είναι να μην παίρνουν αυτό το ρίσκο.
Στην επόμενη μελέτη τους οι επιστήμονες θα εξετάσουν δείγματα αίματος από ασθενείς με COVID-19 που ήταν ασυμπτωματικοί ,ή παρουσίασαν ήπια συμπτώματα.
Αυτό θα τους επιτρέψει να διαπιστώσουν αν η υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος (η οποία δεν παρατηρείται στα ήπια περιστατικά της νόσου) ευθύνεται για την αυτοανοσία ή αν ενοχοποιούνται άλλοι παράγοντες
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center