Στη λογική του Eυρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) κινείται ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων και το Eυρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων αναφορικά με την αναγκαιότητα χορήγησης ενισχυτικών δόσεων του εμβολίου κατά του COVID-19 σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα στο γενικό πληθυσμό.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΕΜΑ, η οποία επικαλείται την τεχνική έκθεση του ECDC που εκδόθηκε χθες, με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη χορήγησης ενισχυτικών δόσεων εμβολίων σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα στο γενικό πληθυσμό.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπλέον δόσεις
για άτομα με έντονα εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα ως μέρος του πρωτογενούς εμβολιασμού τους.
Η έκθεση του ECDC ανέφερε ότι τα στοιχεία που βασίζονται στην αποτελεσματικότητα του εμβολίου και τη διάρκεια προστασίας δείχνουν ότι όλα τα εμβόλια που έχουν εγκριθεί στην ΕΕ/τον ΕΟΧ (Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) είναι επί του παρόντος εξαιρετικά προστατευτικά έναντι:
-νοσηλείας,
-σοβαρών ασθενειών και,
-θανάτων που σχετίζονται με τον COVID-19,
-ενώ περίπου ένας στους τρεις ενήλικες στην ΕΕ/ΕΟΧ άνω των 18 ετών χρόνια δεν είναι ακόμη πλήρως εμβολιασμένος.
Έμφαση στους εμβολιασμούς και τα μέτρα
Όπως τονίζεται, σε αυτήν την κατάσταση, η προτεραιότητα πρέπει τώρα να είναι ο εμβολιασμός όλων εκείνων των ατόμων που δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη τον εμβολιασμό .
Για να πετύχουν όμως προσπάθειες εμβολιασμού, είναι επίσης ζωτικής σημασίας η συνέχιση της εφαρμογής μέτρων όπως:
-η φυσική απόσταση,
-η υγιεινή των χεριών και,
-η χρήση μάσκας προσώπου όπου απαιτείται, ιδίως σε χώρους υψηλού κινδύνου, όπως εγκαταστάσεις μακροχρόνιας φροντίδας ή νοσοκομειακούς θαλάμους με ασθενείς με κίνδυνο για σοβαρή COVID-19.
Διαφοροποίηση για τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα
Αν και δεν θεωρείται αναγκαία η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα στο γενικό πληθυσμό, δεν ισχύει το ίδιο για τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Όπως αναφέρεται, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ αναμνηστικών δόσεων για άτομα με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα και πρόσθετων δόσεων για άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και ηλικιωμένους.
Ορισμένες μελέτες αναφέρουν ότι μια πρόσθετη δόση εμβολίου μπορεί να βελτιώσει την ανοσοαπόκριση σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα, όπως λήπτες μοσχεύματος οργάνων των οποίων οι αρχικές αποκρίσεις στον εμβολιασμό ήταν χαμηλές.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η επιλογή χορήγησης πρόσθετης δόσης θα πρέπει να εξετάζεται ήδη.
Θα μπορούσε επίσης, να εξεταστεί η παροχή πρόσθετης δόσης, ως προληπτικό μέτρο, σε ηλικιωμένα ασθενή άτομα, ιδιαίτερα σε εκείνους που ζουν σε κλειστούς χώρους, όπως εκείνοι που ζουν σε χώρους μακροχρόνιας φροντίδας.
Όπως τονίζει στην ανακοίνωσή του ο ΕΜΑ. αξιολογεί προς το παρόν δεδομένα για επιπλέον δόσεις και θα εξετάσει εάν οι ενημερώσεις των πληροφοριών του προϊόντος είναι κατάλληλες.
Παράλληλα αναφέρει ότι θα αξιολογήσει τα δεδομένα για ενισχυτικές δόσεις.
Ενώ ο EMA αξιολογεί σχετικά δεδομένα, τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν προπαρασκευαστικά σχέδια για τη χορήγηση ενισχυτικών και πρόσθετων δόσεων, συνεχίζει η ανακοίνωση.
Οι συστάσεις σχετικά με τον τρόπο εμβολιασμού παραμένουν προνόμιο των εθνικών τεχνικών συμβουλευτικών ομάδων ανοσοποίησης (NITAG) που καθοδηγούν τις εκστρατείες εμβολιασμού σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ.
Τα όργανα αυτά, είναι σε καλύτερη θέση να λάβουν υπόψη τις τοπικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της εξάπλωσης του ιού (ειδικά τυχόν παραλλαγές που προκαλούν ανησυχία), τη διαθεσιμότητα εμβολίων και τις ικανότητες των εθνικών συστημάτων υγείας.
«Το ECDC θα ενημερώσει την τεχνική του έκθεση καθώς το ECDC και ο EMA συνεχίζουν να συνεργάζονται για τη συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων που είναι διαθέσιμα για ενισχυτικές και πρόσθετες δόσεις.
Θα πρέπει να συνεχιστεί η στενή παρακολούθηση των δεδομένων αποτελεσματικότητας των εμβολίων και των σημαντικών λοιμώξεων, ιδιαίτερα μεταξύ των ευάλωτων ομάδων που κινδυνεύουν από σοβαρό COVID-19 και εκείνων που ζουν σε κλειστούς χώρους.
Εν τω μεταξύ, τα κράτη μέλη πρέπει να προετοιμαστούν για πιθανές προσαρμογές στα προγράμματά τους εμβολιασμού εάν παρατηρηθεί σημαντική μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου σε μία ή περισσότερες ομάδες πληθυσμού», καταλήγει η ανακοίνωση.