Η σταδιακή επαναφορά των μέτρων για τον περιορισμό εξάπλωσης του ιού έχει δημιουργήσει ανησυχία, αλλά και αρκετά ερωτήματα σε ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι μετά τον εμβολιασμό δεν θα είναι απαραίτητο να φοράμε πλέον μάσκες ή να τηρούμε τις αποστάσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο λοίμωξης με τον SARS-CoV-2, ακόμα και σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί, όπως για παράδειγμα ο βαθμός της έκθεσης στον ιό και ο μηχανισμός δράσης των εμβολίων.
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε ποια είναι τα συχνότερα αίτια που μπορούν να εξηγήσουν τη μόλυνση ενός εμβολιασμένου ατόμου.
Τα αντισώματα στην κυκλοφορία του αίματος δεν αποτρέπουν τη μόλυνση
Τα πρώτα σωματίδια του SARS-CoV-2 που εισέρχονται στον οργανισμό μας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά από τα αντισώματα που βρίσκονται στις εκκρίσεις:
-των οφθαλμών,
-του αναπνευστικού ή,
-του γαστρεντερικού συστήματος.
Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι αν έχουμε εμβολιαστεί, τα αντισώματα που βρίσκονται στο σίελο, τα δάκρυα, τις ρινικές εκκρίσεις και την πνευμονική βλέννη, αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού.
Όταν εισπνέουμε σωματίδια του SARS-CoV-2 που βρίσκονται στον αέρα, τα παραπάνω αντισώματα προσδένονται στην πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2, αποτρέποντας έτσι την προσκόλληση του ιού στους υποδοχείς ACE2 που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων του αναπνευστικού επιθηλίου.
Ωστόσο, όταν όλα τα παραπάνω αντισώματα έχουν προσδεθεί σε ένα σωματίδιο του ιού και εφόσον συνεχίζουμε να εισπνέουμε συνεχώς νέους ιούς, τότε ορισμένα από αυτά θα καταφέρουν να μολύνουν κύτταρα και άρα θα εμφανιστεί λοίμωξη.
Τα αντισώματα στην κυκλοφορία του αίματος περιορίζουν τη λοίμωξη
Μόλις καταφέρει να μολύνει ένα κύτταρο, ο ιός θα χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς του τελευταίου για να πολλαπλασιαστεί.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν τα αντισώματα των εμβολίων που βρίσκονται στην κυκλοφορία του αίματος.
Τα αντισώματα αυτά προσδένονται στα νέα σωματίδια του ιού και δεν επιτρέπουν στα τελευταία να μολύνουν νέα κύτταρα.
Δυστυχώς, το στέλεχος Δέλτα πολλαπλασιάζεται με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξουδετερωθεί πλήρως από τα αντισώματα που βρίσκονται στην κυκλοφορία του αίματος.
Ως αποτέλεσμα, ορισμένα εμβολιασμένα άτομα θα παρουσιάσουν τελικά λοίμωξη με τον ιό και ενδεχομένως θα μπορεί να μολύνουν και άλλα άτομα με τον ιό.
-Η ανοσία από τα Τ Λεμφοκύτταρα προστατεύει από τα σοβαρά συμπτώματα
Ένα σημαντικό κομμάτι της ανοσίας που προσφέρουν τα εμβόλια αφορά τα Τ λεμφοκύτταρα.
Τα τελευταία καταστρέφουν τα κύτταρα του ανθρώπου που έχουν μολυνθεί με τον ιό, περιορίζοντας έτσι τον πολλαπλασιασμό του τελευταίου.
Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που τα εμβόλια μπορούν ακόμα να αποτρέψουν με υψηλή αποτελεσματικότητα τη σοβαρή νόσηση από την COVID-19.
Αυτό είναι εμφανές και από τα πολύ χαμηλά ποσοστά των εμβολιασμένων ατόμων που νοσηλεύονται μετά από μία λοίμωξη με το στέλεχος Δέλτα.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι το σημαντικότερο πλεονέκτημα που προσφέρει ο εμβολιασμός είναι η παραγωγή Τ λεμφοκυττάρων που καταστρέφουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί.
Αν και τα Τ λεμφοκύτταρα δεν μπορούν να καταστρέψουν τα ίδια τα σωματίδια του ιού και επομένως δεν μπορούν να αποτρέψουν τη λοίμωξη, διασφαλίζουν ότι αν τελικά μολυνθούμε με τον SARS-CoV-2 θα νοσήσουμε πολύ ήπια.
Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι εφόσον τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί μπορεί να μεταδώσουν τον ιό, η χρήση μάσκας μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση του τελευταίου ανεξαρτήτως αν έχουμε εμβολιαστεί.
Αρκετοί άνθρωποι που εμβολιάζονται σταματούν άμεσα την εφαρμογή όλων των μέτρων πρόληψης με αποτέλεσμα να εκτίθενται σε μεγάλο ιικό φορτίο.
Το τελευταίο, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι τόσο υψηλό που δεν μπορεί να εξουδετερωθεί από την ανοσία των εμβολίων.
Κάποιοι από τους ασθενείς που μολύνονται δηλώνουν, μάλιστα, ότι αν γνώριζαν τον παραπάνω κίνδυνο, θα είχαν εφαρμόσει περισσότερα μέτρα πρόληψης.
Τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζουν επίσης τη χορήγηση 3ης δόσης.
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μειώνεται σταδιακά, ωστόσο δεν παρουσιάζονται περισσότερα περιστατικά σοβαρής νόσησης σε όσους έχουν εμβολιαστεί.
Επιπλέον, οι λοιμώξεις στα άτομα που έχουν εμβολιαστεί δεν περιορίζονται μόνο σε ηλικιωμένους ασθενείς αρκετούς μήνες μετά τη χορήγηση της 2ης δόσης, γεγονός που δείχνει ότι η αλλαγή στη συμπεριφορά σίγουρα επηρεάζει τον κίνδυνο μόλυνσης.
Κατά συνέπεια, η χορήγηση μίας 3ης δόσης ενδεχομένως θα μπορεί να περιορίσει επαρκώς την εξάπλωση του ιού, χωρίς να χρειαστεί η εφαρμογή επιπλέον μέτρων πρόληψης.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center