Η long COVID, μία νόσος που εμφανίζεται σε ορισμένους ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19, φαίνεται ότι δεν αποδίδεται μόνο στις επιδράσεις του SARS-CoV-2, αλλά και σε αυτές ενός άλλου ιού.
Από τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας, αρκετοί ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 συνέχισαν να παρουσιάζουν συμπτώματα, ακόμα και μετά την ανάρρωσή τους από τον ιό.
Τα συμπτώματα αυτά, συχνότερα από τα οποία ήταν:
-το αίσθημα κόπωσης και,
-οι διαταραχές της σκέψης, έμοιαζαν αρκετά με αυτά του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης.
Τελευταία δεδομένα έχουν δείξει ότι το παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί σύμπτωση.
Οι δύο χρόνιες παθήσεις έχουν παρόμοια αίτια.
Μία πρόσφατη μελέτη που εξέτασε 185 ασθενείς με COVID-19 από τις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία των ασθενών που παρουσίασαν συμπτώματα long COVID, είχαν επίσης θετικές εξετάσεις ενεργοποίησης του ιού Epstein-Barr (EBV).
Στο παρελθόν, ορισμένες μελέτες είχαν δείξει ότι ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης έχουν ενδείξεις ενεργοποίησης του παραπάνω ιού, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει και με τη long COVID.
Ο ιός Epstein Barr είναι ένας από τους πλέον κοινούς ιούς που κυκλοφορούν σήμερα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του παγκοσμίου πληθυσμού θα μολυνθεί κάποια στιγμή με τον ιό κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά την οξεία φάση της λοίμωξης, ο ιός θα παραμείνει στον οργανισμό σε λανθάνουσα μορφή.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε παρατεταμένες περιόδους έντονου στρες (όπως η πανδημία), ο ιός μπορεί να ενεργοποιηθεί και πάλι και να προκαλέσει συμπτώματα γρίπης.
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης έκαναν ορολογικές εξετάσεις στους ασθενείς με COVID-19 τουλάχιστον 90 ημέρες μετά τις θετικές εξετάσεις για τον SARS-CoV-2.
Ο στόχος τους ήταν να συγκρίνουν τα ποσοστά ενεργοποίησης του ιού Epstein-Barr στους ασθενείς που παρουσίασαν long COVID και αυτούς που δεν εκδήλωσαν περαιτέρω συμπτώματα μετά την ολοκλήρωση της οξείας φάσης.
Όπως παρατήρησαν οι επιστήμονες, πάνω από το 73% των ασθενών με long COVID είχαν επίσης θετικές εξετάσεις ενεργοποίησης του Epstein-Barr.
Επιπλέον, αρκετοί ασθενείς ανέφεραν συμπτώματα τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να συνδεθούν με τον παραπάνω ιό, όπως για παράδειγμα:
-αίσθημα κόπωσης,
-δερματικά εξανθήματα κ,
-αι φαινόμενο Raynaud.
Αν και το δείγμα που εξετάστηκε στη μελέτη ήταν σχετικά μικρό, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι αρκετά από τα συμπτώματα της long COVID, πιθανώς δεν αποδίδονται στον SARS-CoV-2 αλλά στην ενεργοποίηση του Epstein-Barr, εξ’ αιτίας της φλεγμονής που προκλήθηκε από την COVID-19.
Στο σύνολο των 185 ασθενών, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το 1/3 είχε συμπτώματα που παρέμειναν για μήνες ή ακόμα και περισσότερο από 1 χρόνο.
Σε ένα τυχαίο δείγμα εθελοντών από τη μελέτη, σχεδόν το 67% είχε αντισώματα που παραπέμπουν σε ενεργοποίηση του Epstein-Barr.
Ωστόσο, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 10% στην ομάδα των ασθενών που δεν είχαν long COVID.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης μία δεύτερη ομάδα εθελοντών που διαγνώστηκαν με COVID-19 πριν από 21-90 ημέρες.
Ακόμα και σε αυτό το μικρό διάστημα, τα ποσοστά ενεργοποίηση του Epstein-Barr ήταν παρόμοια με αυτά που παρατηρήθηκαν παραπάνω.
Όπως εξήγησαν οι ερευνητές, τα ποσοστά ενεργοποίησης του Epstein-Barr ήταν παρόμοια σε αυτούς που είχαν συμπτώματα long COVID για μήνες, καθώς και σε αυτούς που εμφάνισαν τη νόσο πριν λίγες εβδομάδες.
Το γεγονός αυτό πρακτικά δείχνει ότι η ενεργοποίηση του ιού συμβαίνει σχεδόν ταυτόχρονα, ή λίγο μετά τη λοίμωξη COVID-19.
Στις αρχές του έτους, μία ομάδα ερευνητών από τη Wuhan της Κίνας διαπίστωσε ότι ο ιός Epstein-Barr μπορεί να συνδέεται με την COVID-19 στα πρώιμα στάδια της νόσου.
Μέσα σε 2 εβδομάδες από τη λοίμωξη COVID-19, πάνω από το 50% των 67 ασθενών με COVID-19 που εξετάστηκαν στη μελέτη είχαν ενδείξεις ενεργοποίησης του Epstein-Barr.
Μάλιστα, η ταυτόχρονη λοίμωξη από τους δύο ιούς συνδέθηκε με σοβαρότερα συμπτώματα σε αυτούς τους ασθενείς.
Μία άλλη έρευνα από την Ευρώπη που δημοσιεύτηκε πέρσι έδειξε ότι το 87% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 στη ΜΕΘ στο δείγμα που εξετάστηκε είχε επίσης θετικές εξετάσεις ενεργοποίησης του Epstein-Barr.
Αν έχουμε ενεργοποίηση του Epstein-Barr σε ένα τόσο μεγάλο ποσοστό ασθενών με COVID-19, τότε αυτό είναι κάτι που σίγουρα θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης πιστεύουν ότι πιθανώς θα πρέπει να κάνουμε εξετάσεις για αντισώματα του Epstein-Barr σε κάθε ασθενή που έχει θετικές εξετάσεις για COVID-19.
Αν οι εξετάσεις αντισωμάτων είναι θετικές, τόσο πιθανώς θα πρέπει να χορηγήσουμε περισσότερες θεραπείες για να προστατεύσουμε τους ασθενείς από τη σοβαρή νόσηση.
Προφανώς, δεν περιμένουμε να υπάρχουν θετικές εξετάσεις ενεργοποίησης του Epstein-Barr σε όλους τους ασθενείς με long COVID.
Αντίστοιχα, μπορεί να υπάρχουν ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19 και έχουν θετικές εξετάσεις για τον Epstein-Barr, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα.
Επομένως η εξέταση αντισωμάτων για τον Epstein-Barr θα μπορεί ίσως να μας δείξει ποιοι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.
Αν και σήμερα δεν υπάρχει φάρμακο που μπορεί να θεραπεύσει τον ιό Epstein-Barr, υπάρχουν διάφορα σκευάσματα που περιορίζουν τον ιικό φορτίο, επιτρέποντας έτσι στο ανοσοποιητικό σύστημα να αντιμετωπίσει τον ιό.
Μία πρόσφατη έρευνα από την Κίνα, για παράδειγμα, έδειξε ότι το αντιιικό φάρμακο γανκυκλοβίρη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης στους ασθενείς με COVID-19.
Ένα παρόμοιο φάρμακο, η βαλγανκυκλοβίρη, μπορεί να περιορίσει τα συμπτώματα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης στους ασθενείς που έχουν αντισώματα για τον Epstein-Barr.
Η σύνδεση ανάμεσα στον ιό Epstein-Barr και το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι ακόμα υπό διερεύνηση.
Υπάρχουν ορισμένοι επιστήμονες που πιστεύουν ότι ο ιός μπορεί να προκαλέσει την παραπάνω χρόνια νόσο, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ευθύνεται για την ενεργοποίηση του ιού.
Αν και διάφορες αυτοάνοσες νόσοι ή λοιμώξεις έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να προκαλέσουν ενεργοποίηση του Epstein-Barr, σύμφωνα με τους επιστήμονες της παρούσας μελέτης, ο SARS-CoV-2 μπορεί να επιτύχει ευκολότερα τον παραπάνω στόχο.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Pathogens.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center