Αν και ακόμα δεν υπάρχουν ισχυρά δεδομένα που να επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης αυτής, ορισμένες χώρες έχουν ήδη ξεκινήσει να χορηγούν δεύτερη δόση από τα εμβόλια mRNA (Pfizer, Moderna) σε όσους έκαναν εμβόλιο με αδενοϊό (AstraZeneca) στην 1η δόση, κυρίως λόγω των ελλείψεων στα εμβόλια της τελευταίας κατηγορίας.
Η Γερμανία ήταν μάλιστα η πρώτη χώρα που εξέδωσε επίσημες οδηγίες μέσω των οποίων υποστηρίζει ότι όσοι έκαναν το εμβόλιο της AstraZeneca, θα πρέπει να κάνουν 2η δόση με κάποιο από τα mRNA εμβόλια.
Μάλιστα, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ η οποία είχε κάνει την 1η δόση με το εμβόλιο της AstraZeneca, έκανε 2η δόση με το εμβόλιο της Moderna τον Ιούνιο.
Άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς και η Ταϊλάνδη έχουν επίσης αρχίσει να χορηγούν διαφορετικά εμβόλια στην 1η και τη 2η δόση.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων (ECDC) δεν έχουν εκδώσει ακόμα επίσημες οδηγίες, ωστόσο στην τελευταία συνέντευξη τύπου που έδωσαν, τάχθηκαν υπέρ της παραπάνω προσέγγισης.
«Υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η προσέγγιση αυτή είναι ασφαλής και αποτελεσματική αναφορικά με τα εμβόλια της COVID-19.
Πρώιμα δεδομένα από την Ισπανία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία δείχνουν ότι η ανοσιακή απόκριση είναι επαρκής και δεν έχει κινδύνους για τα άτομα που εμβολιάζονται.
Ο ΕΜΑ συνεχίζει να παρακολουθεί τα δεδομένα και σύντομα θα βγάλει νέα ανακοίνωση», ανέφερε ένας εκπρόσωπος του ΕΜΑ στην παραπάνω συνέντευξη.
Τόσο ο ΕΜΑ όσο και το ECDC υποστήριξαν ότι η εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης θα βοηθήσει έτσι ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα από τις ελλείψεις συγκεκριμένων εμβολίων και να επιτευχθούν άμεσα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.
Προς το παρόν, ούτε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) ούτε το CDC των ΗΠΑ ασπάζονται την παραπάνω προσέγγιση.
Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα του CDC αναφέρεται ότι: “όσοι έχουν κάνει 1η δόση με κάποιο εμβόλιο mRNA, ενδεχομένως να χρειαστούν 2η δόση από εμβόλιο με αδενοϊό σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις (κυρίως αλλεργίες)”.
Προφανώς αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα εμβολίων, επομένως δεν έχει χρειαστεί να γίνουν μελέτες για να εξεταστεί η 2η δόση από διαφορετικό εμβόλιο.
Η Soumya Swaminathan, επιστήμονας του WHO, υποστήριξε σε ένα συνέδριο ότι η ανάμιξη διαφορετικών εμβολίων μπορεί να οδηγήσει σε μία «χαοτική κατάσταση».
Αργότερα, υποστήριξε σε ένα tweet που έγραψε ότι οι αποφάσεις σχετικά με τη χορήγηση 2ης δόσης από άλλο εμβόλιο θα πρέπει να λαμβάνεται από τους αρμόδιους φορείς υγείας.
Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι θα πρέπει να περιμένουμε τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της προσέγγισης αυτής, πριν δημοσιευτούν οδηγίες.
Οι χώρες που χορηγούν 2η δόση από διαφορετικά εμβόλια έχουν βασιστεί κυρίως στη μελέτη Com-COV του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία έχει αναρτηθεί ως προδημοσίευση στο The Lancet.
Η παραπάνω κλινική δοκιμή εξέτασε 830 εθελοντές και διαπίστωσε ότι αυτοί που έλαβαν μία δόση AstraZeneca και μία δόση Pfizer παρουσίασαν ισχυρότερη απόκριση αντισωμάτων, σε σχέση με αυτούς που έκαναν 2 δόσεις με το εμβόλιο της AstraZeneca.
Σε αντίστοιχα αποτελέσματα κατέληξε και μία μελέτη από τη Γερμανία.
Η τελευταία διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Saarland και διαπίστωσε ότι «σε όλες τις παραμέτρους που εξετάσαμε η χορήγηση διαφορετικών εμβολίων στις 2 δόσεις οδήγησε σε καλύτερη ανοσία συγκριτικά με τις 2 δόσεις από το ίδιο εμβόλιο», όπως ανέφερε η Martina Sester, επικεφαλής της μελέτης.
Η διαφορά εντοπίζεται κυρίως στην απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων η οποία διαπιστώθηκε ότι ήταν ισχυρότερη στους εθελοντές που έλαβαν 2 διαφορετικές δόσεις, συγκριτικά με αυτούς που έλαβαν 2 δόσεις του AstraZeneca ή 2 δόσεις των mRNA εμβολίων.
Αρκετοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ο Gregory Poland από την ερευνητική ομάδα της Mayo Clinic, υποστήριξαν ότι ο συνδυασμός διαφορετικών εμβολίων στις 2 δόσεις είναι κάτι που θα συμβεί αναπόφευκτα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό συμβαίνει γιατί αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν επαρκή εμβόλια, ενώ παράλληλα δεν τηρούν και λεπτομερή αρχεία εμβολιασμού.
Κατά συνέπεια, ο εμβολιασμός με διαφορετικά σκευάσματα θα γίνει για λόγους ανάγκης.
Ο ίδιος υποστήριξε επίσης ότι αυτή τη στιγμή τα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της παραπάνω προσέγγισης είναι πολύ περιορισμένα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης Com-COV έδειξαν ότι οι εθελοντές που έλαβαν διαφορετικό εμβόλιο στη 2η δόση παρουσίασαν:
-ρίγος,
-αίσθημα κόπωσης,
-κεφαλαλγίες,
-μυαλγίες σε αυξημένα ποσοστά συγκριτικά με αυτούς που έκαναν 2 δόσεις του ίδιου εμβολίου.
Δεν αποκλείει επίσης το ενδεχόμενο να εμφανιστούν άλλες, νέες ανεπιθύμητες ενέργειες από το παραπάνω σχήμα χορήγησης, ωστόσο αυτό είναι κάτι που θα διαπιστωθεί μεταγενέστερα.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center